Όνειρα τής νέας γενιάς

Όνειρα και προσδοκίες τής νέας γενιάς των Ζαγοροχωρίων

Τής Γεωργίας Κανελλοπούλου
Μηχανικού Ορυκτών Πόρων
Πολυτεχνείο Κρήτης

 

Το Ζαγόρι αποτελεί ένα σύμπλεγμα 46 χωριών και μια ιδιαίτερη γεωγραφική ενότητα στην Ήπειρο. Η Ήπειρος, ως ένα χαρακτηριστικό ορεινό γεωγραφικό διαμέρισμα, ήταν από τις περιοχές που επλήγησαν δημογραφικά ιδιαίτερα κατά τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εμφύλιο (’40-’51), τη μετανάστευση (’61-’71) και την αστικοποίηση (’81-’91). Συγκεκριμένα, για το χρονικό διάστημα 1940-2001 ο Νομός Ιωαννίνων παρουσίασε μείωση του πληθυσμού των ορεινών περιοχών του κατά 52% (Μπασιούκα, 2011). Το Ζαγόρι φέρει τα κύρια χαρακτηριστικά των απομονωμένων ορεινών περιοχών: τη δύσκολη πρόσβαση σε μεγάλο μέρος των χωριών του ιδιαίτερα κατά τους χειμερινούς μήνες, τον λίγο και γηρασμένο πληθυσμό, το χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης, την ανεπάρκεια σε τεχνικές και κοινωνικές υποδομές, την έλλειψη πόρων και τις περιορισμένες ευκαιρίες εργασιακής απασχόλησης (Παπλιάκος, 2011).

Απόρροια της εγκατάλειψης των οικισμών ήταν η μείωση του αριθμού των μαθητών. Ως αποτέλεσμα, ένας μεγάλος αριθμός σχολείων έκλεισε. Αυτά που παρέμειναν λειτούργησαν ως ολιγοθέσια, στα οποία ο δάσκαλος δίδασκε σε κοινή αίθουσα όλες τις τάξεις, απευθύνοντας τη διδασκαλία του χωριστά σε κάθε τάξη, απασχολώντας παράλληλα, αποτελεσματικά, τις υπόλοιπες. Η ποιότητα της εκπαίδευσης που παρέχεται σε αυτά τα σχολεία συχνά αμφισβητείται, γιατί θεωρείται ότι δεν προσφέρει ίσες εκπαιδευτικές ευκαιρίες σε σύγκριση με τα συμβατικά σχολεία. Ωστόσο, το μικρό μέγεθος της σχολικής κοινότητας δημιουργεί πρόσφορο έδαφος καλών σχέσεων μεταξύ των μαθητών διαφορετικής ηλικίας, καθιστώντας έτσι ευκολότερη την προσαρμογή τους σε ένα μη ομοιογενές κοινωνικό περιβάλλον (Τσολακίδης, 2007). Στην ορεινή περιοχή του Ζαγορίου τα σχολεία που λειτούργησαν στο παρελθόν είχαν την παραπάνω οργανωτική δομή και καλούνταν αλληλοδιδακτικά. Σημειώνεται ότι λειτουργούσαν με αυτό τον τρόπο λόγω έλλειψης διδακτικού προσωπικού και μεγάλου αριθμού μαθητών, κατάσταση η οποία είναι αντιδιαμετρικά αντίθετη με αυτή που προέκυψε λόγω της εγκατάλειψης των τελευταίων 60 χρόνων. Στο παρόν, η διοικητική μεταρρύθμιση που αφορά στις συγχωνεύσεις σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, δημιουργεί ένα νέο εκπαιδευτικό χάρτη στη χώρα, αφανίζοντας έναν μεγάλο αριθμό σχολικών μονάδων (Κάτσικας, 2012).

Το σχολείο σε μια ορεινή περιοχή παίζει σημαντικό ρόλο στη δημόσια και κοινωνική ζωή, ενεργώντας ως μοχλός κοινωνικής, πολιτιστικής και οικονομικής ανάπτυξης. Ο αναπτυξιακός του ρόλος διευρύνεται όταν η έννοια της ανάπτυξης ορισθεί πέρα από στενά οικονομικά όρια και η μετάδοση της γνώσης εμπλουτιστεί με κοινωνικοοικονομικές διαστάσεις όπως η μετάδοση πολιτισμού, η καλλιέργεια της επικοινωνίας, η δημιουργικότητα και η προσαρμοστικότητα. Περαιτέρω συμβάλλει στην αναβάθμιση της ποιότητας του ανθρώπινου κεφαλαίου[1], το οποίο αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για την παραγωγικότητα και την αποδοτικότητα της τοπικής οικονομίας (Σταμάτης, 1987). Υπό την έννοια αυτή το σχολείο αποτελεί ένα θεσμό-ελπίδα για τις απομακρυσμένες ορεινές περιοχές, λαμβάνοντας υπόψη τα μακροπρόθεσμα οικονομικά και κοινωνικά οφέλη της λειτουργίας του αλλά και την αποτροπή της περαιτέρω ερήμωσης των οικισμών. Η χωροθέτηση των σχολικών μονάδων και το κόστος λειτουργίας τους δεν πρέπει να γίνονται με μοντέλα τα οποία έχουν ως κριτήρια βελτιστοποίησης τις αποστάσεις των σχολείων, το μαθητικό πληθυσμό, το κόστος διδασκαλίας κλπ αλλά με βάση το κοινωνικό όφελος (Meusburger, 2005). Αναγνωρίζοντας τη σημαντικότητα των παραπάνω στοιχείων ένα από τα ερωτήματα της παρούσας έρευνας αφορά στην προσβασιμότητα στην εκπαίδευση και στο πώς αυτή επηρεάζει τις μελλοντικές αποφάσεις των νέων μιας ορεινής περιοχής.

Εκτός από την προσβασιμότητα στην εκπαίδευση επιπλέον ερευνητικό πεδίο της εργασίας αποτελεί η καθημερινή ζωή και η κοινωνικοποίηση των νέων στις μικροκοινωνίες του ελληνικού ορεινού χώρου. Σύμφωνα με την Παπαθανασίου (2003 και 2004), παλαιότερες έρευνες κοινωνιολόγων και κοινωνικών ανθρωπολόγων επικεντρώνουν το ενδιαφέρον τους στην κοινωνία των ενηλίκων και χρησιμοποιούν ελάχιστα την νεανική ηλικία ως αναλυτική κατηγορία. Εντοπίζοντας αυτή την έλλειψη, η παρούσα έρευνα προσανατολίζεται στη μελέτη της καθημερινής ζωής των νέων του ηλικιακού φάσματος 12-18 ετών. Η ηλικία αυτή σηματοδοτεί την έναρξη της εφηβείας του ανθρώπου, κατάσταση η οποία συνοδεύεται τόσο από νοητικές όσο και από συναισθηματικές αλλαγές. Όσον αφορά στις νοητικές αλλαγές, η σκέψη πλέον δε βασίζεται μόνο στην εμπειρία και στα πραγματικά δεδομένα αλλά επεκτείνεται σε συσχετίσεις και λογικές υποθέσεις. Οι έφηβοι πλημμυρίζουν από συναισθήματα έντονα και ευμετάβλητα. Δεν έχουν μια σταθερή ταυτότητα καθώς ο εαυτός τους αλλάζει σε τακτά χρονικά διαστήματα με βάση τα ερεθίσματα που δέχονται, τις αμφισβητήσεις που προκύπτουν και τα πρότυπα της μαζικής κουλτούρας που υιοθετούν. Είναι η ηλικία κατά την οποία οι νέοι δοκιμάζουν τις ιδέες τους, τις ικανότητές τους, αναζητούν μια θέση μέσα στην κοινωνία και έξω από το οικογενειακό  καταφύγιο. Στην ερώτηση «ποιός/ά είμαι;» η απάντηση αφορά, σύμφωνα με τον Erikson, οκτώ αναπτυξιακά στάδια, σε καθένα από τα οποία το κοινωνικό πλαίσιο διαδραματίζει σημαντικό ρόλο (Salkind, 2011). Στο σημείο αυτό σχηματοποιείται ένα επιπλέον ερευνητικό ερώτημα, στο πλαίσιο της εργασίας, δεδομένου ότι σε μια ορεινή περιοχή δημιουργούνται επιμέρους ιδιαίτερα κοινωνικά πλαίσια που απορρέουν από τα διαφορετικά πρότυπα ζωής εκεί, συγκριτικά με τα αντίστοιχα μιας αστικής περιοχής. Η διερεύνηση της διαφοροποίησης των βιωμάτων, του τρόπου σκέψης, των ονείρων και των προσδοκιών των εφήβων, υπό το πρίσμα της καθημερινότητας στην ορεινή περιοχή του Ζαγορίου, σκιαγραφούν επιπλέον θεματικές ενότητες της παρούσας εργασίας.

Η ικανότητα μιας ορεινής κοινωνίας να συγκρατεί τους νέους ανθρώπους της στον τόπο τους αποτελεί θεμελιώδες συστατικό της υγιούς ανάπτυξής της. Η απόφαση ενός νέου ανθρώπου να αφήσει τον τόπο του δεν είναι μια απλή υπόθεση. Συνήθως, οι λόγοι οφείλονται σε οικονομικούς παράγοντες όπως η εύρεση εργασίας και οι σπουδές. Η νεοκλασσική οικονομική θεωρία υποδεικνύει πως οι άνθρωποι (homo economicus) επιλέγουν το μέρος που θα εγκατασταθούν με γνώμονα το μέγιστο οικονομικό τους όφελος (Σταμάτης, 1987) και αυτό είναι πιθανότερο να είναι ένα αστικό κέντρο παρά μια ορεινή περιοχή, τουλάχιστον όπως έχει σήμερα διαμορφωθεί η ελληνική κοινωνική πραγματικότητα. Επιπλέον, παράγοντες όπως το φύλο και ο στενός κοινωνικός περίγυρος ωθούν, πολύ συχνά, τις γυναίκες της υπαίθρου στην μετακίνηση προς τα αστικά κέντρα, ως μορφή απόδρασης από τους επιβεβλημένους κοινωνικούς ρόλους που αναπαράγει ο παραδοσιακός τρόπος  ζωής  εκεί (Καλιαμπάκος κ.ά, 2009).

Η προσδοκία των γονιών να εγκαταλείψουν τα παιδιά τους την ύπαιθρο λόγω έλλειψης εξωστρέφειας, αποτυπώνεται χαρακτηριστικά στα λόγια ενός χωρικού της Ρούμελης (Παπαθανασίου, 2003): «Διά τα παιδία, τα οποία ουδέποτε εγκατέλειψαν το χωρίον των και τα οποία ακούουν να γίνεται συζήτησις διά τον έξω κόσμον η αμφιταλάντευσις αύτη είναι ιδιαιτέρως αισθητή. Παρασύρονται πολλάκις εις τον σχηματισμόν μιας φανταστικής εικόνος και σχεδόν πάντοτε τρέφουν την επιθυμίαν να εκπατρισθούν. Τα όρη καλύπτουν τον ορίζοντα, ο κόσμος αρχίζει από την άλλην πλευράν των ορέων, τα οποία τους φαίνονται ως είδος παραπετάσματος απομονωτικού, το οποίον πρέπει απαραιτήτως να διασχίσουν». Συνεπώς, ο σχεδιασμός επανακατοίκησης των ορεινών περιοχών οφείλει να βασιστεί σε μια κοινωνική και εκπαιδευτική πολιτική, που θα μειώσει τα στοιχεία που δημιουργούν αισθήματα έλλειψης και δυσαρέσκειας στους νέους ανθρώπους και θα αφουγκραστεί τις πραγματικές ανάγκες και τις καθημερινές συνθήκες διαβίωσής τους στις περιοχές αυτές.


[1] Ο Bourdieu όρισε το κοινωνικό κεφάλαιο ως το σύνολο των εν ενεργεία ή των εν δυνάμει πόρων που συνδέονται με την κατοχή ενός δικτύου μονίμων σχέσεων αλληλογνωριμίας και αλληλοαναγνώρισης, οι οποίες είναι περισσότερο ή λιγότερο θεσμοθετημένες με δεσμούς μόνιμους και χρήσιμους (Koniordos, 2008). Σ’ αυτόν τον ορισμό ο Bourdieu δίνει έμφαση στην οικονομική φύση του κοινωνικού κεφαλαίου και στον τρόπο με τον οποίο αυτό μπορεί να συμβάλει στη μεταβίβαση πόρων και δύναμης στο εσωτερικό των κοινωνικών ομάδων ή από μία κοινωνική ομάδα σε άλλη (DeFilippis, 2001). O Coleman ορίζει το κοινωνικό κεφάλαιο ως «το σύνολο πόρων που ενυπάρχουν στις οικογενειακές σχέσεις και στην κοινωνική οργάνωση μιας κοινότητας και είναι χρήσιμοι για τη νοητική ή κοινωνική ανάπτυξη ενός παιδιού ή ενός νεαρού ατόμου» και χρησιμοποιεί επίσης την έννοια του μορφωτικού κεφαλαίου, δηλαδή το σύνολο των δεξιοτήτων και των γνώσεων που κατέχει κάποιος (Koniordos, 2008).

Για την πλήρη μελέτη πατήστε εδώ