Τρισύνθετη εκκλησία τού 18ου αιώνα αφιερωμένη στους: Αγ. Τριάδα, Αγ. Γεώργιο και Αγ. Δημήτριο - με εξαιρετικές αγιογραφίες και ξυλόγλυπτα

Ο Ι.Ν. τού Αγίου Γεωργίου Νεγάδων στην Ήπειρο (1795)

Τρισύνθετη εκκλησία τού 18ου αιώνα αφιερωμένη στους: Αγ. Τριάδα, Αγ. Γεώργιο και Αγ. Δημήτριο – με εξαιρετικές αγιογραφίες και ξυλόγλυπτα.

Ο Άγιος Γεώργιος Νεγάδων είναι τρίκλιτη, μεγάλων διαστάσεων, ξυλόστεγη βασιλική με νάρθηκα χτισμένη στην κεντρική πλατεία του χωριού. Ο Ναός ακολουθεί την τυπική αρχιτεκτονική τής βασιλικής τον 18ου αιώνα, με την διαμόρφωση υπερώου επάνω από τον νάρθηκα, χώρος ο οποίος προοριζόταν για γυναικωνίτης, και προσθήκη περιστώου. Το επιβλητικό καμπαναριό, εξαγωνικής κάτοψης, με τοξωτά ανοίγματα στο ανώτερο τμήμα του, βρίσκεται στα βορειοανατολικά σε μικρή απόσταση από το ναό. Ο ναός είναι τρισύνθετος, καθώς το βόρειο κλίτος αφιερώθηκε στην Αγία Τριάδα και το νότιο κλίτος τής εκκλησίας στον άγιο Δημήτριο σε ανάμνηση παλαιότερων ναών στην περιοχή των Νεγάδων. Σε αυτό συνηγορεί η διαρρύθμιση τού ανατολικού τοίχου τού Ιερού Βήματος, όπου εκτός από την κεντρική αψίδα διαμορφώνονται στη θέση τής Πρόθεσης και του Διακονικού δύο ξεχωριστές τράπεζες.

Ο ναός είναι τρισύνθετος, καθώς το βόρειο κλίτος αφιερώθηκε στην Αγία Τριάδα και το νότιο κλίτος τής εκκλησίας στον άγιο Δημήτριο σε ανάμνηση παλαιότερων ναών στην περιοχή των Νεγάδων. Σε αυτό συνηγορεί η διαρρύθμιση τού ανατολικού τοίχου τού Ιερού Βήματος, όπου εκτός από την κεντρική αψίδα διαμορφώνονται στη θέση τής Πρόθεσης και του Διακονικού δύο ξεχωριστές τράπεζες

Ο ναός χτίστηκε στη θέση παλαιότερου ναού ο οποίος χρονολογείται στα τέλη του 17ου αιώνα. Η τοιχογράφηση του ναού ολοκληρώθηκε στις 10 Οκτωβρίου του 1795, σύμφωνα με την κτητορική επιγραφή, η οποία βρίσκεται εσωτερικά επάνω από την βορεινή θύρα εισόδου. Κτήτορας τού Ναού μαρτυρείται ο διαπρεπής έμπορος Ματθαίος Γκίνου, ο οποίος κατοικούσε στις παραδουνάβιες περιοχές. Σύμφωνα με την ίδια επιγραφή οι τοιχογραφίες τού ναού και οι φορητές εικόνες είναι έργα των Καπεσοβιτών ζωγράφων Ιωάννη και του γιου του Αναστασίου Αναγνώστη.

Ο ναός τού Αγίου Γεωργίου Νεγάδων είναι κατάγραφος. Όλες οι εσωτερικές επιφάνειες του κτηρίου είναι κοσμημένες με παραστάσεις οι οποίες διατάσσονται σε ζώνες και ορίζονται από κόκκινες ταινίες. Αξίζει να σημειωθεί η απεικόνιση των επτά Οικουμενικών Συνόδων στο βόρειο τοίχο, καθώς σπάνια ιστορείται ολοκληρωμένος αυτός ο εικονογραφικός κύκλος. Ο τοιχογραφικός διάκοσμος του Αγίου Γεωργίου Νεγάδων είναι έργο της ώριμης φάσης των ζωγράφων Ιωάννη και Αναστασίου και αποτυπώνει τις αισθητικές προτιμήσεις των «ταξιδεμένων» ηπειρωτών εμπόρων οι οποίοι είχαν έρθει σε επαφή με το ανανεωτικό πνευματικό και καλλιτεχνικό περιβάλλον της Δύσης.

... και ο ΠλούταρχοςΑξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι στο αριστερό κλίτος και μάλιστα στις πλάγιες επιφάνειες τού τέταρτου από το Ιερό Βήμα παραθύρου εικονογραφήθηκαν οι αρχαίοι Έλληνες φι λόσοφοι Αριστοτέλης και Πλούταρχος με πλούσιες γενειάδες και έκφραση τοπικών αρχόντων γεγονός που επιβεβαιώνει τόσο η αμφίεση, όσο ο ιδιόμορφος πίλος και τα τοπικής δημιουργίας υποδή-ματά τους τόσο στο σχήμα όσο και στους χρωματισμούς. Εδώ ο απεικονίζεται ΑριστοτέληςΑξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι στο αριστερό κλίτος και μάλιστα στις πλάγιες επιφάνειες τού τέταρτου από το Ιερό Βήμα παραθύρου εικονογραφήθηκαν οι αρχαίοι Έλληνες φι λόσοφοι Αριστοτέλης και Πλούταρχος με πλούσιες γενειάδες και έκφραση τοπικών αρχόντων γεγονός που επιβεβαιώνει τόσο η αμφίεση, όσο ο ιδιόμορφος πίλος και τα τοπικής δημιουργίας υποδή-ματά τους τόσο στο σχήμα όσο και στους χρωματισμούς.Τοιχογραφία στο γυναικωνίτη τού Ι.Ν. Αγ. Γεωργίου Νεγάδων: ο ζυγός τής δικαιοσύνης ... (οι δίκαιοι εξ αριστερών, οι αμαρτωλοί εκ δεξιών)... η γυναίκα όπου κλέπτει τα κολοκύθια ... η γυναίκα όπου κλέπτει τα λάχανα και τα πράσσα ... ο κλήρος ... και οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι ... όλοι καταλήγουν στο στόμα τού τέρατος τού Άδη!

Κτήτορας τού Ι.Ν. Αγ. Γεωργίου Νεγάδων μαρτυρείται ο διαπρεπής έμπορος Ματθαίος Γκίνου, ο οποίος κατοικούσε στις παραδουνάβιες περιοχές

"Το Ανδρόγυνο όπου κυμάται την Κυριακήν και δεν πηγαίνει εις την εκκλησίαν", τοιχογραφία στο γυναικωνίτη τού Ι.Ν. Αγ. Γεωργίου Νεγάδων στο Ζαγόρι

Δίλοφο, Κ. Ζαγόρι

Γενικά για το Δίλοφο στο Ζαγόρι

Το Δίλοφο είναι ορεινό χωριό τού νομού Ιωαννίνων και ανήκει στο συγκρότημα των Ζαγοροχωρίων τής Ηπείρου. Είναι χτισμένο σε υψόμετρο 900 μέτρων στις πλαγιές τής Τύμφης. Το Δίλοφο ανήκει στον δήμο Κεντρικού Ζαγορίου και ο πληθυσμός του σύμφωνα με την απογραφή τού 2001 είναι 39 κάτοικοι (9 για την ακρίβεια με την απογραφή… κατοίκου το 2014 ), οι οποίοι ασχολούνται με την κτηνοτροφία και τον τουρισμό. Απέχει 32 χιλιόμετρα από τα Ιωάννινα ενώ η πρόσβαση στο χωρίο είναι ιδιαίτερα εύκολη αρκεί να είστε προσεκτικοί στις πινακίδες που θα σας οδηγήσουν σε αυτό μίας και δεν είναι πάνω στον οδικό δρόμο. Το χαρακτηριστικό αυτό σε συνδυασμό με την απαγόρευση διέλευσης αυτοκινήτων μέσα από τον οικισμό, έχει βοηθήσει σημαντικά στην διατήρηση τού παραδοσιακού χαρακτήρα και τής αυθεντικής Ζαγορίσιας ταυτότητας που το κάνουν να ξεχωρίζει ανάμεσα από τα περισσότερα και ομολογουμένως πανέμορφα χωρία τού Κεντρικού Ζαγορίου. Ο χαρακτηρισμός μάλιστα τού οικισμού ως παραδοσιακού και διατηρητέου έχει ενισχύσει τον αναλλοίωτο χαρακτήρα του μίας και σε αυτό επιτρέπονται μόνο αναστηλώσεις και ανακατασκευές παλαιών κτισμάτων.

Το παλαιότερο όνομα τού χωριού μέχρι το 1920 ήταν Σοποτσέλι, ονομασία η οποία στα σλάβικα και βλάχικα σημαίνει “τόπος με πολλά νερά”.

 

Το Δίλοφο είναι από τα καλύτερα διατηρημένα χωριά τού Ζαγορίου. Είναι χαρακτηριστικό δείγμα Ζαγορίτικης αρχιτεκτονικής, καθώς όλα τα κτίσματα είναι φτιαγμένα από τον τοπικό σχιστόλιθο, γι’ αυτό τον λόγο το χωριό έχει ανακηρυχθεί παραδοσιακός οικισμός, όπου μόνο ανακατασκευάζονται ή αναστηλώνονται παλαιά κτήρια. Είναι χτισμένο πάνω σε δύο λόφους, με μικρές σχετικά κλίσεις. Αναπτύσσεται γύρω από την Κεντρική Πλατεία (Μεσοχώρι), από όπου ξεκινούν ακτινωτά οι τρεις βασικοί πεζόδρομοι (καλντερίμια), που οδηγούν στις τρεις συνοικίες, Πάνω Μαχαλάς, Κάτω Μαχαλάς και Πέρα Μαχαλάς.

Στα αξιοθέατά του περιλαμβάνονται πέτρινες βρύσες, λιθόστρωτα καλντερίμια, μικρά εκκλησάκια και αρχοντικά, ανάμεσα στα οποία και η ψηλότερη κατοικία στα Ζαγοροχώρια, ύψους 13,5 μέτρων, το αρχοντικό Μακρόπουλου (Λουμίδη). Αρκετό ενδιαφέρον έχει και ο λόγος για τον οποίο κτίστηκε αυτό το πανύψηλο σπίτι. Σύμφωνα λοιπόν με την παράδοση, ο γιος ενός πλούσιου Ζαγορίτη παντρεύτηκε μία κοπέλα από το γειτονικό χωριό Κουκούλι. Όταν εγκαταστάθηκαν στο σπίτι τού γαμπρού στο Δίλοφο, η κοπέλα εξέφρασε έντονη νοσταλγία για το χωριό της. Τότε λοιπόν, ο σύζυγος έκτισε το πανύψηλο αρχοντικό για να μπορεί η γυναίκα του να αγναντεύει το χωριό της από τα ψηλότερα πατώματα του!

Στο Δίλοφο υπάρχουν εκατό αρχοντικά από τα οποία ελάχιστα κατοικούνται μόνιμα. Υπάρχουν επίσης εκτός τής εκκλησίας τής Κοιμήσεως τής Θεοτόκου (1850) και πολλά μικρότερα παρεκκλήσια και μοναστήρια όπως Παναγίας, Σωτήρος, Άγιοι Ταξιάρχες, Αγία Παρασκευή κ.λ.π. Στο Μεσοχώρι υπάρχει η Αναγνωστοπούλειος Σχολή (Αρρεναγωγείο – Δημοτικό Σχολείο), και πάνω από την εκκλησία υπήρχε το Παρθεναγωγείο. Οι πεζόδρομοι είναι λιθόστρωτοι (καλντερίμια) και ορίζονται δεξιά και αριστερά από λιθόκτιστους μαντρότοιχους αρκετά ψηλούς ώστε να κρύβουν από το μάτι τού περαστικού τις αυλές των σπιτιών. Στην εκκλησία τής Κοιμήσεως τής Θεοτόκου που στέκει ορθή από το 1850 άναβαν τα κεριά τής προσμονής τού γυρισμού των ξενιτεμένων.

Ιστορικός τόπος το Δίλοφο Νομού Ιωαννίνων …

Το Δίλοφο αποτελεί ίσως το μοναδικό χωριό στο Ζαγόρι που έχει διατηρήσει αναλλοίωτη την αρχιτεκτονική του. Κι αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι αντιστάθηκε στην άκρατη τουριστική ανάπτυξη αλλά και στην επαγρύπνηση των κατοίκων κάθε φορά που γινόταν κάποια παρέμβαση στο χωριό τους όπως στα καλντερίμια. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων τού Υπουργείου Πολιτισμού το ανακήρυξε ως Ιστορικό Τόπο. Σύμφωνα με την κατά πλειοψηφία απόφαση τού Συμβουλίου, ο οικισμός Δίλοφο Ζαγορίου κηρύσσεται ιστορικός τόπος «λόγω τής αρχιτεκτονικής, πολεοδομικής και λαογραφικής σημασίας του».

Για τα καταλύματα στο Δίλοφο πατήστε εδώ …

Ο οικισμός, η αρχιτεκτονική και η εξέλιξη τού Διλόφου – μέρος β’

4. Αρχιτεκτονικά, μορφολογικά και κατασκευαστικά χαρακτηριστικά του οικισμού

Τα βασικά χαρακτηριστικά όλων σχεδόν των χωριών στο Ζαγόρι είναι η ενσωμάτωσή τους στο φυσικό περιβάλλον, η ομοιογένεια της κλίμακας, των υλικών δόμησης και η λιτότητα στις μορφές. Επίσης να μην ξεχνάμε ότι στην διαμόρφωση των χαρακτηριστικών συμβάλει και η ανάγκη για την προστασία από τις δύσκολες καιρικές συνθήκες που επικρατούν στην περιοχή. Οι κατόψεις τους είναι απλές και το ύψος των κτιρίων σπάνια ξεπερνά τα δύο επίπεδα. Το υλικό δόμησης είναι η άσπρη πέτρα της περιοχής για τις τοιχοποιίες και η σκούρα σχιστόπλακα για τις στέγες. Σε πολλά κτίσματα υπάρχουν ξυλοδεσιές ανά 70 – 100cm, όπου σε αρκετές περιπτώσεις η θέση τους υποδεικνύεται στις όψεις από μια σειρά μαύρων λίθων.
Ως κονίαμα χρησιμοποιούσαν λάσπη με κομμάτια άχυρο ενώ τα επιχρίσματα ήταν από ασβέστη με γιδότριχες . Οι στέγες ακολουθούν πάντα το περίγραμμα της κάτοψης έχοντας γείσα με μικρή προεξοχή και φουρούσια λίθινα ή ξύλινα, ανάλογα την ποιότητα της κατασκευής (Εικ.6).

Πέτρινα φουρούσια της οικίας Βακώλα 1838

Εικ.6: Πέτρινα φουρούσια τής οικίας Βακώλα 1838

Τα σπίτια του Διλόφου έχουν χαρακτήρα αυστηρό και σαφή και μπορούμε να τα χωρίσουμε σε δύο κατηγορίες. Τα αρχοντικά και τα λαϊκά, ή αλλιώς τα “πλούσια” και τα “φτωχικά”. Όπως αναφέρθηκε και στο προηγούμενο κεφάλαιο υπάρχουν κατοικίες μεμονωμένες και κατοικίες κτισμένες εν σειρά με μεσοτοιχίες και κοινές στέγες.
Είναι προφανές ότι τα αρχοντικά ανήκουν στην κατηγορία των μεμονωμένων κτισμάτων, τα οποία περιστοιχίζονται πάντα από υψηλό μαντρότοιχο και μέσα στο οικόπεδο υπάρχει η κύρια κατοικία και τα βοηθητικά κτίρια (παράσπιτα). Τα βοηθητικά κτίρια είναι ισόγεια και βρίσκονται προσκολλημένα στην κύρια κατοικία ή ελεύθερα στο οικόπεδο και έχουν συνήθως χρήση μαγειρειού και αποθήκης. Σε πολλές περιπτώσεις η τουαλέτα ήταν εκτός της κύριας κατοικίας αλλά σε πιο απομονωμένο σημείο της ιδιοκτησίας.
Η κύρια κατοικία και τα παράσπιτα συνδεόντουσαν με πλακοστρωμένες αυλές (εσωτερικές ή εξωτερικές). Οι κατοικίες συνεχούς δόμησης σε πολλές περιπτώσεις δεν έχουν καθόλου αυλή ή έχουν μια εσωτερική.
Η λειτουργία των χώρων σχεδόν σε όλα τα σπίτια, είτε αυτά είναι μεμονωμένα είτε εν σειρά, ακολουθεί το ίδιο πρότυπο το οποίο προσαρμόζεται στην εκάστοτε τυπολογία.
Στο ισόγειο συνήθως έχουμε το χαγιάτι , τα κελάρια και τα αχούρια . Σε ορισμένες περιπτώσεις υπάρχει μαγειρειό το οποίο χρησιμεύει τους χειμερινούς μήνες και ως χώρος διαβίωσης της οικογένειας και λέγεται και μαντζάτο ή μικρός οντάς. Μέσα σε κάποιο κελάρι σε πολλά σπίτια βρίσκουμε και την μπίμτσα, η οποία είναι ένα πολύ μικρό δωμάτιο χωρίς ανοίγματα και με μικρή πόρτα στο οποίο φύλαγαν τα αντικείμενα αξίας.
Στον όροφο οδηγεί συνήθως μια ξύλινη σκάλα της οποίας τα πρώτα 4 – 5 σκαλιά σε αρκετά αρχοντικά είναι κτιστά. Η απόληξη της σκάλας οδηγεί στην κρεββάτα γύρω από την οποία διανέμονται τα δωμάτια τα οποία είτε είναι χειμερινά με λίγα ανοίγματα και τζάκι (το μαντζάτο) είτε καλοκαιρινά, με πολλά ανοίγματα και χωρίς τζάκι (ο οντάς ή νοντάς).
Οι χώροι κοσμούνται με τοιχογραφίες (με σκοτεινά χρώματα στα χειμερινά δωμάτια και ανοιχτόχρωμα στα καλοκαιρινά). Υπάρχουν εντοιχισμένες ξύλινες ντουλάπες (οι μεσάντρες) και υπερυψωμένα ξύλινα δάπεδα (τα μπάσια) τα οποία χρησίμευαν ως κρεβάτια και καθίσματα. Τα ταβάνια είναι ξύλινα με σκαλιστό διάκοσμο και χρώμα (η διακόσμηση και η πολυπλοκότητα ήταν ανάλογη της οικονομικής ευχέρειας του ιδιοκτήτη).
Τα ιστορικά και τα πιο αξιόλογα κτήρια του Διλόφου
Το Δίλοφο έχει δύο μεγάλα δημόσια κτήρια. Το σχολείο και την εκκλησία. Κατασκευασμένα στο ίδιο ύφος με τα υπόλοιπα κτίσματα, ενώ διαφοροποιούνται μόνο ως προς το μέγεθός τους.
Το σχολείο κτίστηκε το 1855 από τον Ιωάννη Αναγνωστόπουλο απ’ όπου και η ονομασία του “Αναγνωστοπούλειος Σχολή”. Είναι ένα ορθογώνιο παραλληλόγραμμο μεγαλοπρεπέστατο κτίριο με μέτωπο 19 μέτρων στην πλατεία του χωριού και ύψος 11 μέτρων (Εικ. 7). Προσφάτως ανακατασκευάστηκε η στέγη του αλλά παρουσιάζει δομικά προβλήματα, καθώς ο μεγάλος τοίχος προς την πλατεία έχει σοβαρές ρωγμές από την μετατόπιση του, λόγω ολίσθησης του εδάφους . Το κτήριο σήμερα είναι κλειστό και δεν χρησιμοποιείται, αναμένοντας την αποκατάστασή του.

Η Αναγνωστοπούλειος Σχολή 1855

Εικ.7: Η Αναγνωστοπούλειος Σχολή 1855

Η Κοίμηση της Θεοτόκου 1857

Εικ.8: Η Κοίμηση της Θεοτόκου 1857

Το 1857 ο ίδιος ευεργέτης, με την βοήθεια του Ανδρέα Νούτσου ανήγειραν την εκκλησία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (Εικ.8) στο μέσο περίπου του χωριού, σε θέση με προνομιούχο θέα, σχεδόν όλου του χωριού και του ορεινού γύρω τοπίου. Δύο χρόνια αργότερα κτίζεται το καμπαναριό από τον γιό του Αναγνωστόπουλου και το 1867 κατασκευάζεται το παρεκκλήσι στον προαύλιο χώρο πάλι από τον Ι.Αναγνωστόπουλο .
Το 1896 η εκκλησία καταστράφηκε από πυρκαγιά και ανακατασκευάστηκε το 1899 από δωρεές κατοίκων και ομογενών. Το 1965 κρίθηκε ετοιμόρροπη λόγω υποχώρησης των θεμελίων (λόγω του προβλήματος του εδάφους που αναφέρθηκε προηγουμένως και για το σχολείο). Τα έργα στερέωσής της έγιναν το 1982 – 1983. Το 2006 παρουσίασε πάλι προβλήματα με την υποχώρηση των θεμελίων, σε σημείο που παραμορφώθηκαν τα τόξα της εσωτερικής κιονοστοιχίας (Εικ.9). Το 2008 έγιναν κάποιες σωστικές επεμβάσεις στερέωσης και το έργο ολοκληρώθηκε το 2012.

Παραμόρφωση τόξου στο εσωτερικό τής εκκλησίας

Εικ.9: Παραμόρφωση τόξου στο εσωτερικό τής εκκλησίας

Εκτός από τα δύο μεγάλα δημόσια κτήρια αξίζει να αναφερθούν και σε δύο χαρακτηριστικά αρχοντικά τα οποία δεν περνούν απαρατήρητα. Ένα από αυτά είναι η οικία Λουμίδη όπως αποκαλείται σήμερα. Βρίσκεται στην είσοδο του χωριού και έχει επιβλητικό χαρακτήρα λόγω του ύψους που του δίνει στον δρόμο ο τοίχος αντιστήριξης ο οποίος κατασκευάστηκε λόγω των απότομων κλίσεων στο σημείο αυτό (Εικ.10). Αντίθετα με την εντύπωση που δίνει, το σπίτι αποτελείται από τρία επίπεδα, των κελαριών, του ισογείου και του ορόφου. Είναι το μεγαλύτερο αρχοντικό του Διλόφου και από τα πιο όψιμα κτήρια του χωριού.

Το αρχοντικό τού Λουμίδη (οικία Μακρόπουλου 1906)

Εικ.10: Το αρχοντικό τού Λουμίδη (οικία Μακρόπουλου 1906)

Ένα άλλο αξιόλογο κτήριο είναι το αρχοντικό Μιχαηλίδη του 1872 (Εικ.11), απλής σχετικά μορφής με μεγάλο κήπο και πηγάδι το οποίο στεγαζόταν με στέγαστρο που είχε τέσσερεις πεσσούς και τετράριχτη στέγη (δεν υπάρχει, σήμερα τουλάχιστον, άλλο σπίτι με παρόμοια αυλή και πηγάδι). Ακολουθεί την κλασική τυπολογία του Ζαγορίσιου σπιτιού και ο διάκοσμός του, ιδίως στον όροφο είναι εξαιρετικός .

Το αρχοντικό τού Μιχαηλίδη 1872, Δίλοφο, Ζαγόρια

Εικ.11: Το αρχοντικό τού Μιχαηλίδη 1872

Υπάρχουν πολλά ακόμα αξιοσημείωτα κτήρια με διαφορετική τυπολογία και ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, αλλά αυτά τα δύο στα οποία έγινε αναφορά είναι από τα πιο αξιόλογα και ευδιάκριτα.

  • Το πάχος των οποίων κυμαίνεται από 50cm έως και 70cm
  • Το άχυρο και οι γιδότριχες έπαιζαν τον ρόλο του “πλέγματος” για να έχει μεγαλύτερη αντοχή το υλικό πλήρωσης.
  • Ημιυπαίθριος ή εσωτερικός πλακοστρωμένος χώρος εισόδου στην κατοικία από τον οποίο γίνεται η προσπέλαση στους υπόλοιπους χώρους του ισογείου 
  • Αποθήκες της κατοικίες και παλαιότερα μέρος τους ήταν και ο χώρος διαμονής των ζώων κατά τους χειμερινούς μήνες
  • Βοηθητικοί χώροι οι οποίοι είχαν και χρήση στάβλισμού. Απαντώνται εντός αλλά και εκτός της οικίας σε παράσπιατα
  • Το μεγάλο ύψος στο μέτωπο της πλατείας προκύπτει λόγω της κλίσης του εδάφους. Το κτίριο έχει ισόγειο και έναν όροφο και η είσοδος του είναι στην μικρή του πλευρά που δεν βλέπει στην πλατεία.
  • Αυτό δυστυχώς είναι ένα πρόβλημα που υπάρχει σε όλο το Δίλοφο. Στο υπέδαφος υπάρχουν πολλές σπηλαιώσεις και νερά γεγονός που έχει δημιουργήσει ζημιές σε πολλά κτήρια. Στον τοίχο του σχολείου προκαλεί μεγαλύτερη ανησυχία λόγω του μεγάλου όγκου του.
  • Α.Δ.Βλαχόπουλου, “Δίλοφον πρωην Σωποτσέλιον Ζαγορίου” Ιστορική περιγραφή και εποχή ιδρύσεως αυτού, σελ.9, Ιωάννινα, Ιούλιος 1970
  • Κτίστηκε από τον Μακρόπουλο το 1906. Ο Λουμίδης εισήρθε αργότερα στην οικογένεια και λόγω του γνωστού ονόματος το σπίτι αποκαλείται σήμερα “οικία Λουμίδη”

4. Κατάσταση διατήρησης τού οικισμού – αλλοιώσεις

Με μια πρώτη ματιά η εντύπωση που αποκτά κάποιος για τον οικισμό είναι ότι βρίσκεται σε καλή κατάσταση χωρίς μορφολογικές αλλοιώσεις. Αυτό γίνεται διότι πολλά σπίτια είναι εγκαταλελειμμένα χωρίς να έχουν δεχτεί επεμβάσεις τα τελευταία 50 χρόνια. Οι αρνητικές επεμβάσεις είναι ακόμα λίγες και δεν έχουν καλύψει το σύνολο τόσο, ώστε να αλλοιώσουν την κλίμακα του οικισμού, όπως έχει γίνει σε άλλα χωριά όπως το Μονοδέντρι.
Επίσης οι μαντρότοιχοι είναι ψηλοί και δεν υπάρχει εικόνα του εσωτερικού των σπιτιών.
Παρατηρώντας όμως πιο προσεκτικά, οι αλλοιώσεις αρχίζουν και γίνονται ορατές. Υπάρχουν δύο κατηγορίες αιτιών αλλοίωσης του οικισμού. Η μια είναι η εγκατάλειψη και η άλλη η μη ορθή ανθρώπινη παρέμβαση. Ξεκινώντας από την εγκατάλειψη, σημειώνεται ότι το τελικό της στάδιο είναι η κατάρρευση. Στο Δίλοφο το 1/3 περίπου των κτιρίων του είναι ερειπωμένα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα με την πάροδο του χρόνου ότι έχει απομείνει από την κατασκευή να πνίγεται από την βλάστηση και να δημιουργούνται κενά στον δομημένο χώρο (Εικ. 12). Σε πολλές περιπτώσεις τα υλικά αφαιρούνται και χρησιμοποιούνται αλλού.

Ερείπια τού Διλόφου

Εικ.12: Ερείπια τού Διλόφου

Αυτό το φαινόμενο δημιουργεί αλλοιώσεις στον πολεοδομικό ιστό. Οι επεμβάσεις τώρα που γίνονται στα κτήρια που ήδη κατοικούνται ή πρόκειται να κατοικηθούν μετά από μεγάλη περίοδο εγκατάλειψης, εάν δεν είναι σωστές και δεν εναρμονίζονται με τον παραδοσιακό χαρακτήρα του χωριού δημιουργούν μορφολογικές αλλοιώσεις.
Δυστυχώς στο Δίλοφο συναντάμε και τις δύο περιπτώσεις απλά είναι ακόμα, σχετικά με τα υπόλοιπα Ζαγοροχώρια, πιο ήπιας μορφής. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν δύναται να φτάσει σε πολύ χειρότερο σημείο εάν η κατάσταση δεν ελεγχθεί. Οι αλλοιώσεις που παρατηρούνται ως επί το πλείστον είναι, στην χρήση τσιμέντου (στα αρμολογήματα στις ρωγμές και εξωτερικές επιφάνειες τοίχων), στην αντικατάσταση των ξύλινων κουφωμάτων με μεταλλικά μη συμβατά ή διάνοιξη νέων με άλλες διαστάσεις, στις ανακατασκευές των στεγών όπου χρησιμοποιείται πλάκα άλλου χρώματος πιο ανοιχτόχρωμη ή σκέτος τσίγκος (κυρίως στην στέγαση των αυλοθύρων), στην αντικατάσταση μέρους των μαντρότοιχων με κιγκλιδώματα, στην κατασκευή νέων προσθηκών οι οποίες δεν εντάσσονται μορφολογικά στον οικισμό, στην τοποθέτηση κεραιών τηλεόρασης και στην αυθαίρετη επιλογή χρωμάτων στις όψεις. Όλα τα παραπάνω όμως, λίγο έως πολύ είναι αναστρέψιμες επεμβάσεις. Το χειρότερο είναι η κατασκευή νέων κτηρίων στην θέση παλιών τα οποία δεν τηρούν τις αναλογίες των όγκων (Εικ.13).

Νέα οικοδομή στο Δίλοφο

Εικ.13: Νέα οικοδομή στο Δίλοφο

Αυτό είναι ένα πρόβλημα που έχει προκύψει τα τελευταία χρόνια στο Δίλοφο και είναι πολύ δύσκολο να αναστραφεί.
Θα πρέπει όμως σε αυτό το σημείο να αναφέρουμε ότι υπάρχουν περιπτώσεις επεμβάσεων και κατασκευής νέων κτηρίων τα οποία είναι υποδειγματικά από αρχιτεκτονικής άποψης σεβόμενα τον χαρακτήρα και την μορφολογία του οικισμού.
Ποια λοιπόν θα είναι η εξέλιξη και το μέλλον του οικισμού; Αυτό είναι ένα ερώτημα που μας προβληματίζει διότι βλέπουμε πόσο εύκολα και γρήγορα μπορούν να χαθούν αξίες που έχουν κρατήσει αιώνες. Έχουμε στα χέρια μας ένα σύμπλεγμα χωριών, μοναδικό στην Ελλάδα, σε ένα ιδιαίτερο φυσικό τοπίο το οποίο σταδιακά καταστρέφεται και αλλοιώνεται από την κακή εκμετάλλευση και τις επεμβάσεις μη ευαισθητοποιημένων ανθρώπων στις περιουσίες τους. Πρέπει να βρεθεί λύση στο πως θα συνυπάρξουν η εξέλιξη και ο σεβασμός στο παλιό. Στην εποχή που ζούμε είναι πλέον ουτοπικό να πιστεύουμε ότι το Δίλοφο θα κατοικηθεί όπως στο παρελθόν. Είναι πλέον ένας τόπος δεύτερης κατοικίας και αναψυχής και θα πρέπει να αντιμετωπιστεί η διατήρηση και η επανάχρησή του υπό αυτούς τους όρους. Τα κίνητρα και η αλλαγή του νομοθετικού πλαισίου και είναι το πρώτο βήμα μαζί με την “εκπαίδευση” των ιδιοκτητών, νέων και παλιών στο πως επεμβαίνουμε σε παραδοσιακούς οικισμούς. Υπάρχουν παραδείγματα σε άλλες χώρες της Ευρώπης (μεσαιωνικά χωριά της Ιταλίας, παραδοσιακοί οικισμοί στην Ν.Γαλλία, στην Αγγλία κ.ο.κ) στα οποία η σύγχρονη ζωή και το ιστορικό περιβάλλον συνυπάρχουν με αρμονία.
Δύσκολος στόχος, όχι ακατόρθωτος, αλλά θα πρέπει να συμβάλλουμε όλοι σε αυτό, πολίτες και πολιτεία.

Το Δίλοφο σε φωτογραφία των αρχών τού 20ου αι. (Αγνώστου)

Εικ.14: Το Δίλοφο σε φωτογραφία των αρχών τού 20ου αι. (Αγνώστου)

  • Τα αριθμητικά στοιχεία είναι από την άσκηση στο ΔΠΜΣ “Προστασία Μνημείων” της Σχολής Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ, των Γεωργούλη Αικατερίνη-Σιούντρη Κωνσταντίνα με θέμα “Δίλοφο -Κεντρικό Ζαγόρι Ιωαννίνων”, 2003
  • Το κτήριο της εικόνας 13 αντικατέστησε αυτό της εικόνας 12

Βιβλιογραφία

    1. Αραβαντινός Π., Χρονογραφία Ηπείρου,τομ Α’ και Β’, Αθήνα 1856
    2. Βλαχόπουλου Α.Δ., “Δίλοφον πρώην Σωποτσέλιον Ζαγορίου” Ιστορική περιγραφή και εποχή ιδρύσεως αυτού, σελ Ιωάννινα, Ιούλιος 1970
    3. Γαρτσώνη Β., Μπαλοδήμου Μ., Διπλωματική εργασία με θέμα “Αναγνώριση – Επανάχρηση του ιστορικού Οικισμού Διλόφου Ζαγορίου”, επιβλέπων Καθ. Μ.Νομικός, Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη, Οκτώβριος 1991
    4. Γεωργούλη Α., Σιούντρη Κ., Δίλοφο Κεντρικό Ζαγόρι Ιωαννίνων, Άσκηση στο πλαίσιο του Μεταπτυχιακοού Προγράμματος “Προστασία Μνημείων” τής Σχ. Αρχιτ. Μηχαν. ΕΜΠ, επιβλ. Καθ. Ε. Μαΐστρου, Μ. Αποστόλου, συμβ. Μ. Μπαλοδήμου, ΕΜΠ, 2003
    5. Δαλκαβούκης Β., Μετοικεσίες Ζαγορισίων (1750-1922), εκδ. Ριζαρείου Σχολής, Θεσσαλονίκη 1999
    6. Εργολάβος Σ., “Τα Ζαγοροχώρια στις αρχές τού αιώνα μας – Δύο πολύτιμα ιστορικά ντοκουμέντα”, Εκδόσεις Ήπειρος, Ιωάννινα 1993
    7. Λαμπρίδης Ι., Β’ Ηπειρώτικα Μελετήματα – Ζαγοριακά, τευχ. 8 και 9, Αθήνα, 1889, επανέκδοση Εταιρεία Ηπειρωτικών Μελετών, Ιωάννινα 1993
    8. Μακρής Ε., “Τα Ζαγοροχώρια” Ιστορική αναδρομή – τουριστική περιήγηση, Ιωάννινα 1996
    9. Παπαγεωργίου Γ., Οικονομικοί και κοινωνικοί μηχανισμοί στον ορεινό χώρο – Ζαγόρι(αρχές 18ου -αρχές 20ου ), εκδ. Ριζαρείου Σχολής, Ιωάννινα, 1995
    10. Σταματοπούλου Χ., “Ζαγόρι”, Ελληνική παραδοσιακή αρχιτεκτονική, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα 1990
    11. Χασιώτης Δ., Διατριβαί και Υπομνήματα περί Ηπείρου, Αθήνησιν 1887
    12. Χρηστίδης Β., “Η αρχιτεκτονική του Κεντρικού Ζαγορίου”, Το παράδειγμα του Κουκουλίου, τόμοι Α & Β, εκδ. Ριζαρείου Ιδρύματος, Αθήνα 2004

Πηγές Εικόνων

Ο χάρτης 1 και οι εικόνες από 1 έως και 13 είναι από το προσωπικό αρχείο τής
Μ. Μπαλοδήμου. Η εικόνα 14 είναι αγνώστου φωτογράφου

Ο οικισμός, η αρχιτεκτονική και η εξέλιξη τού Διλόφου – μέρος α’

ΔΙΛΟΦΟ ΚΕΝΤΡΙΚΟΥ ΖΑΓΟΡΙΟΥ

Ο οικισμός, η αρχιτεκτονική του και η εξέλιξή του
Μαρία Μπαλοδήμου – Αρχιτέκτων Μηχ. ΑΠΘ,
MSc Αποκαταστάσεων K.U.Leuven Βέλγιο, Υπ.Δρ.Μηχ. ΕΜΠ


DILOFO – CENTRAL ZAGORI – EPIRUS

The settlement – architecture and evolution
Maria Balodimou – Architect Eng. A.U.T,
MSc Restoration K.U.Leuven Belgium, Dr.Eng. cand. N.T.U.A.

Περίληψη

Δίλοφο Κεντρικού Ζαγορίου

Δίλοφο Κεντρικού Ζαγορίου

Η παρούσα εργασία αφορά στην αναγνώριση του παραδοσιακού οικισμού Διλόφου Κεντρικού Ζαγορίου από αρχιτεκτονικής-οικιστικής και εξελικτικής σκοπιάς.
Αρχίζοντας από τα πρώτα ιστορικά στοιχεία για το Ζαγόρι και τις πρώτες αναφορές για την ύπαρξη του Διλόφου (πρώην Σωποτσέλι) φτάνουμε στην εικόνα που έχει σήμερα ο οικισμός.
Γίνεται μια χωροταξική και πολεοδομική περιγραφή στην προσπάθεια άντλησης συμπερασμάτων για την εξέλιξη του οικισμού. Περιγράφονται και αναλύονται τα αρχιτεκτονικά, μορφολογικά και κατασκευαστικά χαρακτηριστικά καθώς και η εξέλιξη τους στο χρόνο. Πώς επηρεάστηκαν από τις κοινωνικοοικονομικές αλλαγές και τι επιπτώσεις υπήρχαν; Τι προβλήματα έχουν προκύψει και πως αντιμετωπίζεται σήμερα ένας οικισμός που ήταν για αιώνες ζωντανός και παραγωγικός και σήμερα αποκτά ζωή μόνο τους θερινούς μήνες και τις αργίες; Ποιές επεμβάσεις συντελούν στην διατήρηση του παραδοσιακού χαρακτήρα και ποιες τον καταστρέφουν; Πόσο δύσκολο είναι να κρατηθεί μια ισορροπία μεταξύ της εξέλιξης και του σεβασμού προς το μνημείο;
Αυτοί είναι μερικοί προβληματισμοί που τίθενται με στόχο να βρεθεί κάποια λύση που θα οδηγήσει σε ένα βιώσιμο μέλλον για το Δίλοφο και παρόμοιους οικισμούς.

Abstract

This paper looks at the urban, architectural and social development of the traditional village Dilofo, situated in Central Zagori, Epirus, Greece.
Starting from historical information regarding Zagori and the first references to the existence of Dilofo, previously known as Sopotseli, this study follows the journey of the settlement from its creation as a village to present.
Analysing the spatial planning / design, architectural and construction characteristics of the settlement, the aim is to extract information regarding its formation and development. Social, cultural and financial changes in the area are seen as critical factors.
What issues arise when a village that is ‘alive’ and productive all year round for several centuries, now seems to come to life only during summer and holidays? Which types of interventions compliment or preserve the character of the settlement and which may have a negative effect? How hard is it to keep a balance between ‘development’ / ‘progress’ and respecting the settlement as a ‘monument’ and as part of the area’s heritage?
These are a few questions that are discussed aiming to highlight a route towards a more sustainable and respectful future for Dilofo and similar settlements.

1. Εισαγωγή

Πριν την ανάπτυξη του θέματος, κρίνεται απαραίτητο να αναφερθεί η πορεία της εξέλιξης της παρούσας δουλειάς και από πού αντλήθηκε το υλικό. Η πρώτη μου επαφή με την έρευνα σχετικά με το Δίλοφο και την περιοχή των Ζαγοροχωρίων ξεκίνησε το 1990, με την έναρξη της διπλωματικής μου εργασίας στη Σχολή Αρχιτεκτόνων του ΑΠΘ . Έκτοτε η ενασχόλησή μου με τα Ζαγοροχώρια και το Δίλοφο είναι συνεχής σε επιστημονικό και προσωπικό επίπεδο. Το 2003 στο πλαίσιο άσκησης του Δ.Π.Μ.Σ “Προστασία Μνημείων” της Αρχιτεκτονικής Σχολής του Ε.Μ.Π. , με τίτλο “Προστασία και συντήρηση σε κλίμακα αστικού κέντρου ή ιστορικού οικισμού” εκπονήθηκε άσκηση με θέμα “Δίλοφο – Κεντρικό Ζαγόρι Ιωαννίνων” , στην οποία συμμετείχα ως συνεργάτης και παραχώρησα το πρωτογενές υλικό των χαρτών και των φωτογραφιών, καθώς και στοιχεία από το αρχείο μου που άρχισε να δημιουργείται από το 1990. Oι χάρτες που παρουσιάζονται βασίζονται σε αεροφωτογραφία του 1983 από την οποία δημιουργήθηκε ο χάρτης το 1990 για τις ανάγκες της διπλωματικής και έκτοτε εμπλουτίζεται με τις εκάστοτε αλλαγές. Επίσης την ίδια περίοδο πραγματοποιήθηκε χωροστάθμηση στον πυρήνα του οικισμού.
Συνοψίζοντας, το υλικό της εν λόγω ανακοίνωσης έχει προκύψει από την διπλωματική εργασία του 1990, την άσκηση του ΔΠΜΣ Προστασία Μνημείων του 2003, την προσωπική ενασχόληση και συλλογή στοιχείων για το αντικείμενο καθώς και την ειδική έρευνα με την οποία ασχολούμαι επί του παρόντος για την εκπόνηση της διδακτορικής μου διατριβής με θέμα “Το δίκτυο των πέτρινων γεφυριών στα Ζαγοροχώρια” .

2. Ιστορική και οικιστική εξέλιξη Ζαγοροχωρίων

Σήμερα όταν αναφερόμαστε στο Ζαγόρι ή Ζαγοροχώρια μιλάμε για ένα σύνολο 45 χωριών τα οποία βρίσκονται βόρεια των Ιωαννίνων οριοθετημένα από τον ποταμό Αώο, το όρος Μιτσικέλι, και τους δρόμους Ιωαννίνων – Μετσόβου και Ιωαννίνων – Κόνιτσας. Μελετώντας τα ιστορικά κείμενα παρατηρούμε ότι τα γεωγραφικά όρια είναι περίπου τα ίδια στο πέρασμα των χρόνων, ενώ ο αριθμός των χωριών μεταβάλλεται.
Οι βασικές πηγές πληροφόρησης για την ιστορία των Ζαγοροχωρίων είναι τα βιβλία των Π.Αραβαντινού (1856) και Ι.Λαμπρίδη (1889), οι οποίοι αντλούν μεγάλο μέρος του υλικού από χρονικά μοναστηριών και οθωμανικά κατάστιχα.
Η λέξη “Ζαγόρι” κατά τον Ι.Λαμπρίδη είναι Σλαβικής προέλευσης και έχει δύο συνθετικά, το “Ζα”(=προς, επί, όπισθεν) και το “γκόρι”(=βουνό, όρος) (ο Π.Αραβαντινός όμως αναφέρει ότι διατηρεί κάποιες επιφυλάξεις για την Σλαβική προέλευση της λέξης και ότι ενδέχεται να είναι Ελληνική η ρίζα της από παράφραση της λέξης “ζυγόρειον” ή “ζυγόρεια”, η οποία προέρχεται από την ονομασία της κορυφής του όρους Λάκμωνα στην οροσειρά της Πίνδου που λεγόταν “Ζυγός”).
Από αρχαιολογικές ανασκαφές στην Βίτσα και το Σκαμνέλι έχουν ανακαλυφθεί κτηνοτροφικοί οικισμοί προ του 5ου αι. π.Χ.. Στα ιστορικά κείμενα διαβάζουμε ότι, τα πρώτα φύλα που κατοίκησαν στην Ήπειρο κατά τους προϊστορικούς χρόνους, ήταν οι Πελασγοί. Στη συνέχεια κατακτήθηκε από τους Μολοσσούς, τους Μακεδόνες , τους Ρωμαίους και τους Σλάβους τον 6οαι . Η περιοχή κατοικείται συνεχώς και το 1204 περιλαμβάνεται στο Δεσποτάτο της Ηπείρου. Η πρώτη όμως γραπτή αναφορά για την ύπαρξη οικισμών γίνεται το 1319 σε ένα Χρυσόβουλο του Ανδρόνικου Β’ , ενώ με την κατάκτηση της Ηπείρου από τους Οθωμανούς το 1430, αρχίζει ουσιαστικά η τεκμηριωμένη ιστορία του Ζαγορίου.
Σταθμός στην μελέτη των οικισμών στο Ζαγόρι αποτελεί το έτος 1431. Οι Οθωμανοί δεν κατάφεραν ποτέ να εγκατασταθούν στο Ζαγόρι, όπως έγινε στην υπόλοιπη Ήπειρο, (τα βουνά ήταν φυσικό οχυρό) οπότε υπεγράφη μια συνθήκη μεταξύ Ζαγορισίων και Οθωμανών, η “Συνθήκη του Βοϊνίκου” . Την συνθήκη αυτή υπέγραψαν εκπρόσωποι 14 Ζαγοροχωρίων από το κεντρικό και ανατολικό Ζαγόρι (μέσα σε αυτά και το Δίλοφο) στην οποία συμφώνησαν ότι αντί φόρου θα στέλνουν κάθε χρόνο στην Κωνσταντινούπολη έναν αριθμό αντρών (ανάλογα με τον πληθυσμό τους) οι οποίοι θα υπηρετούσαν ως ιπποκόμοι τον στρατό του Σουλτάνου για 1-2 μήνες. Ο Λαμπρίδης αναφέρει ότι στο “Χρονικόν της Βοτσάς” τα έτη 1629 – 1631 τα χωριά αυτά του Ζαγορίου είχαν στείλει 832 βοϊνάκηδες στην Κωνσταντινούπολη (το Δίλοφο είχε στείλει 28).
Από τον 16ο έως τον 18ο αι. παρατηρούνται οι μεγαλύτερες οικιστικές μεταβολές στο Ζαγόρι. Από τα οθωμανικά φορολογικά κατάστιχα (Defter), τα αυτοκρατορικά διατάγματα και τα χρονικά, διαβάζουμε ότι το 1564 τα Ζαγοροχώρια ήταν 58, το 1678 ήταν 60 και τον 18ο αι. έγιναν 46 (σχεδόν ο σημερινός αριθμός τους). Πολλά χωριά διαλύθηκαν λόγω λειψυδρίας, κατολισθήσεων και επιδημιών πανώλης και οι εναπομείναντες κάτοικοι ενσωματώθηκαν στα υπόλοιπα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό του Διλόφου το οποίο αύξησε τον πληθυσμό του στα μέσα του 16ου αι. δεχόμενο κατοίκους από τα γύρω χωριά Πιτούρνα, Πετρίτσια και Ζλάροβο . Η Πιτούρνα και η Πετρίτσια πρέπει να ερημώθηκαν πριν το 1564 (μιας και δεν αναφέρονται στο κατάστιχο του 1564) και αρκετοί από τους κατοίκους τους μετοίκησαν στο Δίλοφο, ενώ το Ζλάροβο το οποίο αναφέρεται το 1631 στο Χρονικόν της Βοτσάς, πρέπει να διαλύθηκε αργότερα και οι κάτοικοί του μοιράστηκαν στο Δίλοφο και τον Ελαφότοπο.
Προφανώς όλες αυτές οι μετακινήσεις των πληθυσμών επηρέασαν την οικιστική εξέλιξη του Διλόφου και των άλλων Ζαγοροχωρίων, μαζί με ένα άλλο πολύ σοβαρό παράγοντα, τα ταξίδια και το εμπόριο. Μέχρι το 1600 περίπου, οι κάτοικοι είχαν ως ενασχόληση την κτηνοτροφία και την λιγοστή καλλιέργεια της γης . Τα δεδομένα όμως αλλάζουν με την έναρξη των ταξιδιών και των εμπορικών συναλλαγών, αρχικά με τα Βαλκάνια και την Κωνσταντινούπολη και μετέπειτα με πιο μακρινούς προορισμούς . Η οικονομική κατάσταση βελτιώνεται οπότε τα παλιά σπίτια αντικαθίστανται με νέα μεγαλύτερα και καλύτερης κατασκευής. Η περίοδος αυτή της ακμής κορυφώνεται τον 18ο και 19ο αι. δίνοντας την εικόνα του οικισμού που βλέπουμε σήμερα.
Το 1874 το Δίλοφο είχε 115 οικογένειες και 550 κατοίκους . Λειτουργούσε σχολείο με 85 μαθητές στην πλατεία του χωριού, (Αναγνωστοπούλειος Σχολή , 1855) παρθεναγωγείο και υφαντουργική σχολή. Υπήρχε ξενώνας για τους εμπόρους, παντοπωλείο, υποδηματοποιείο, σιδεράδικο-πεταλωτήριο και αργυροχρυσοχοΐο. Ορισμένες από τις χρήσεις αυτές λειτουργούσαν στην πλατεία του χωριού σε προσκτίσματα που ακουμπούσαν στο μεγάλο τοίχο αντιστήριξης του Σχολείου .
Πολύ ενδιαφέρουσες πληροφορίες για το Δίλοφο δίνει το 1913 ο σχολικός επιθεωρητής Αλέξανδρος Καθάρειος , ο οποίος αναφέρει μεταξύ άλλων ότι υπήρχαν 420 κάτοικοι και 50 μαθητές.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι το 1927 διεξήχθη στο Δίλοφο το Α’ Πανζαγορίσιο Συνέδριο κατά τις διαδικασίες του οποίου προωθήθηκε η διαδικασία της αλλαγής των σλαβικών ονομάτων των χωριών σε ελληνικά. Η πρώην (Σλαβική) ονομασία του Διλόφου ήταν “Σωποτσέλι” ή “Σομποτσέλ” που σημαίνει “τόπος με πολλά νερά”.
Ο πληθυσμός του χωριού ακολουθεί μια φθίνουσα πορεία μέχρι τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο αλλά είναι ακόμη ενεργός. Η μεγάλη υποβάθμιση και εγκατάλειψη έρχεται στις αρχές της δεκαετίας του 1950 οπότε το φαινόμενο της αστυφιλίας χτυπάει όλα τα χωριά. Το 1991 είχε 11 μόνιμους κατοίκους ενώ το 2013 έχει μόνο 5.

  • Γαρτσώνη Βασιλική, Μπαλοδήμου Μαρία, Διπλωματική εργασία με θέμα “Αναγνώριση – Επανάχρηση του ιστορικού Οικισμού Διλόφου Ζαγορίου”, επιβλέπων Καθ. Μ.Νομικός, Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη, Οκτώβριος 1991
  • Υποχρεωτική άσκηση με επιβλέπουσες Καθηγήτριες την κα Ε.Μαΐστρου και κα Μ.Αποστόλου.
  • Γεωργούλη Αικατερίνη, Σιούντρη Κωνσταντίνα, Μεταπτυχιακές φοιτήτριες ακ. Έτους 2002-2003
  • Εκπονείται στην Αρχιτεκτονική Σχολή του ΕΜΠ με επιβλέποντα τον Επ.Καθ.Ν.Μπελαβίλα
  • Την παλιά εθνική οδό όχι την Εγνατία
  • Αραβαντινός Π., Χρονογραφία Ηπείρου,τομ Α’ και Β’, Αθήνα 1856
  • Λαμπρίδης Ι., Β’ Ηπειρώτικα Μελετήματα – Ζαγοριακά, τευχ. 8 και 9, Αθήνα, 1889, επανέκδοση Εταιρεία Ηπειρωτικών Μελετών, Ιωάννινα 1993
  • Δαλκαβούκης Β., Μετοικεσίες Ζαγορισίων (1750-1922), εκδ. Ριζαρείου Σχολής, Θεσσαλονίκη 1999
  • Βασιλιάς Πύρρος (318 – 272 π.Χ), ξάδελφος του Μ.Αλεξάνδρου
  • Τότε δόθηκε και η ονομασία “Ζαγόρι”
  • Αναφέρονται το Πάπιγκο και τα Άνω και Κάτω Πεδινά καθώς και άλλα χωριά που δεν υπάρχουν σήμερα
  • Οι Ζαγορίσιοι δήλωσαν υποταγή στον Καρά Σινάν Πασά με αντάλλαγμα την αυτονομία την αυτοδιοίκηση και την φοροαπαλλαγή 
  • Τα 5 από τα 14 χωριά δεν υπάρχουν σήμερα.
  • Η.Μ.,τομ.Β’, τευχ.9, σελ.8
  • Χρονικό του 17ου αι. της Μονής Βοτσάς στο οποίο καταγράφονται σημαντικά ιστορικά γεγονότα της περιοχής
  • “Βοϊνάκ” στα τουρκικά σημαίνει ιπποκόμος
  • Τα τοπωνύμια υπάρχουν μέχρι και σήμερα σε τοποθεσίες γύρω από το Δίλοφο
  • Παπαγεωργίου Γ., Οικονομικοί και κοινωνικοί μηχανισμοί στον ορεινό χώρο – Ζαγόρι(αρχές 18ου -αρχές 20ου ), σελ. 17, εκδ. Ριζαρείου Σχολής, Ιωάννινα, 1995.
  • Ο Γ.Παπαγεωργίου αναφέρει ως αιτία την έλλειψη νερού ενώ ο Α. Βλαχόπουλος συμπληρώνει και το πρόβλημα των κατολισθήσεων.
  • Βλαχόπουλος Α., Δίλοφον πρώην Σωποτσέλιον , Ιστορική περιγραφή και εποχή ιδρύσεως αυτού, Ιωάννινα 1970
  • Μεγάλο ρόλο σε αυτό έπαιξε και η συνθήκη του Βοϊνίκου η οποία τους άνοιξε τον δρόμο των ταξιδιών 
  • Χασιώτης Δ., Διατριβαί και Υπομνήματα περί Ηπείρου, Αθήνησιν 1887
  • Το κτήριο του παρθεναγωγείου καταστράφηκε από πυρκαγιά τον 20ο αι και βρισκόταν στην βόρια άκρη του χωριού εκεί που καταλήγει σήμερα ο περιφερειακός χωματόδρομος (Χάρτης 1 σημείο Β) 
  • Τα ίχνη τους στην τοιχοποιία του σχολείου είναι ακόμα ορατά
  • Εργολάβος Σ., Τα Ζαγοροχώρια στις αρχές του αιώνα μας-Δύο πολύτιμα ιστορικά ντοκουμέντα, σελ 91, εκδ. Ηπειρος, Ιωάννινα 1993
  • Τον Ιούλιο του 1913 ο Α.Καθάρειος πήρε εντολή από το Υπ.Παιδείας να συντάξει έκθεση σχετικά με την γεωγραφική, εθνολογική, κοινωνική και εκπαιδευτική κατάσταση των χωριών. Από τις 13 – 31 Ιουλίου 1913 περιηγήθηκε σε 27 Ζαγοροχώρια

3. Πολεοδομική εξέλιξη τού οικισμού

Αξιόπιστα τεκμήρια με ακριβείς πληροφορίες για την εξέλιξη του πολεοδομικού ιστού δεν υπάρχουν. Μελετώντας όμως την χωροταξία, την γεωμορφολογία και τους κοινωνικοοικονομικούς παράγοντες μπορούμε να βγάλουμε ορισμένα ασφαλή συμπεράσματα για την ανάπτυξή του.
Τα πρωταρχικά και βασικά κριτήρια με τα οποία γινόταν συνήθως η επιλογή της θέσης ενός οικισμού ήταν η ύπαρξη νερού, η ύπαρξη χώρου για την καλλιέργεια προϊόντων για τις βασικές τους ανάγκες, η ύπαρξη βοσκοτόπων, ο καλός προσανατολισμός και η ασφάλεια από τις επιδρομές.
Εξετάζοντας το Δίλοφο παρατηρούμε ότι είναι από τα λιγότερο ορατά χωριά από τον γύρω χώρο στο Ζαγόρι, με δυνατότητα όμως, από ορισμένα υψίπεδα, να έχει οπτική επαφή με άλλα γειτονικά χωριά. Είναι κτισμένο στην συμβολή δύο λόφων στο σημείο με τις ηπιότερες κλίσεις και περιστοιχίζεται από δάσος, βοσκοτόπια και λίγη καλλιεργήσιμη έκταση. Στο βορινό άκρο του χωριού είναι ορατή η χαράδρα του Βίκου και το μονοπάτι, προς αυτήν και το χωριό Βίτσα.

Χάρτης Διλόφου βασισμένος σε αεροφωτογραφία τού 1983

Χάρτης 1.: Δίλοφο από αεροφωτογραφία τού 1983

Έχει γραμμική ανάπτυξη στον άξονα βορά νότου με πυκνότερη δόμηση στο κέντρο του. Πιθανόν, τα πρώτα σπίτια να κτίστηκαν στον χώρο γύρω από την πλατεία και στην συνέχεια να αναπτύχτηκε ο οικισμός ακολουθώντας τις κλίσεις του εδάφους. Η κεντρική είσοδος του χωριού είναι στο Νότο (Α στο χάρτη 1), όπου καταλήγει και ο αμαξιτός δρόμος. Θα πρέπει ίσως εδώ να σημειώσουμε ότι μαζί με το Κουκούλι είναι τα μοναδικά χωριά στο Ζαγόρι στα οποία δεν εισέρχονται αυτοκίνητα. Υπάρχει και μια δευτερεύουσα είσοδος (Β στο χάρτη 1) στον βορά στην οποία καταλήγει ο περιφερειακός χωματόδρομος του χωριού .

Μπορούμε να συμπεράνουμε από την χρονολόγηση των κτηρίων, ότι η σημερινή εικόνα του χάρτη του Διλόφου είναι ίδια εδώ και δύο αιώνες τουλάχιστον. Η πλατεία με τον πλάτανο βρίσκεται στο κέντρο του οικισμού και στον βορινό άξονα αναπτύσσεται ο “Πάνω Μαχαλάς” ενώ στον νότιο ο “Κάτω Μαχαλάς”, το όριο των οποίων βρίσκεται στον νοητό κάθετο άξονα της εκκλησίας (Χάρτης 1). Οι δύο μαχαλάδες έχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά. Στον επάνω (βορινό) η δόμηση είναι πυκνότερη και σε κάποιες περιοχές συνεχής. Λίγα σπίτια έχουν αυλές και η μεγαλύτερη πύκνωση παρατηρείται μεταξύ της Εκκλησίας και της πλατείας (Εικ. 1).

Ο Πάνω Μαχαλάς τού Διλόφου μεταξύ πλατείας (μεσοχωρίου) και Εκκλησίας

Εικ.1: Ο Πάνω Μαχαλάς μεταξύ πλατείας (μεσοχωρίου) και Εκκλησίας

Παράδειγμα σπιτιών με συνεχή δόμηση

Εικ.2: Παράδειγμα σπιτιών με συνεχή δόμηση

Αντίθετα, στο νότιο τμήμα του οικισμού οι ιδιοκτησίες είναι πιο αυτόνομες και με μεγαλύτερες αυλές. Τα περισσότερα σπίτια και στις δύο συνοικίες περιστοιχίζονται από υψηλούς μαντρότοιχους (οβορούς) και η είσοδος γίνεται μέσω της αυλόθυρας, η οποία σε περιπτώσεις μη ύπαρξης αυλής οδηγεί κατευθείαν μέσα στο σπίτι (Εικ. 2)
Περπατώντας στα καλντερίμια είναι δύσκολο να κατανοήσει κάποιος την διάταξη των κτισμάτων διότι βλέπει μόνο τους οβορούς και τις αυλόθυρες. Η σχέση του ιδιωτικού και του δημόσιου χώρου είναι ξεκάθαρη. Τα κοινά τους σημεία είναι οι πεζούλες έξω από τις αυλόθυρες οι οποίες χρησίμευαν και ως τόπος συναναστροφής των κατοίκων. Η γενική εικόνα που κυριαρχεί είναι αυτή της εσωστρέφειας και της προστασίας του ιδιωτικού χώρου.
Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που έχει το Δίλοφο είναι τα καλντερίμια. Το δίκτυό τους αναπτύσσεται σε όλον τον οικισμό και προσαρμόζεται στην μορφολογία του εδάφους με διαφορετικές τυπολογίες. Λίγα χωριά στο Ζαγόρι έχουν ακόμα τα αυθεντικά τους καλντερίμια. Στο Δίλοφο έχει κρατηθεί ένα αρκετά μεγάλο ποσοστό των αυθεντικών αλλά δυστυχώς όπου έχουν γίνει επεμβάσεις έχει επέλθει αλλοίωση με την χρήση μη συμβατών υλικών και την λανθασμένη κατασκευή.
Οι βασικοί τύποι καλντεριμιών (Εικ. 3) είναι τρεις και τα μορφολογικά – κατασκευαστικά τους χαρακτηριστικά έχουν προκύψει από την ανάγκη προσαρμογής τους στις ιδιαιτερότητες του εδάφους και του ιστού. Σημειώνουμε ότι πέραν των τριών αυτών τύπων υπάρχουν και οι παραλλαγές τους.

Σκαρίφημα κάτοψης των τριών βασικών τύπων καλντεριμιών

Εικ 3: Σκαρίφημα κάτοψης καλντεριμιών

Ο τύπος Α (Εικ.4) είναι ο πιο χαρακτηριστικός και χρησιμοποιείται στις ήπιες κλίσεις. Στις άκρες οι πέτρες είναι πλακοστρωμένες (έχοντας ανά ένα μέτρο περίπου μια σειρά από αρκάδες για την ευκολότερη ανάβαση ή κατάβαση) ενώ στο κέντρο είναι τοποθετημένες κάθετα και σε χαμηλότερο επίπεδο για την ροή των όμβριων υδάτων και την διέλευση των ζώων.

Καλντερίμι τύπου Α

Εικ 4: Καλντερίμι τύπου Α

Ο τύπος Β απαντάται πάλι σε καλντερίμια με ήπια κλίση. Η διαφορά από τον τύπο Α είναι η έλλειψη του μεσαίου διαζώματος. Τέλος τον τύπο Γ τον συναντάμε στις μεγάλες κλίσεις. Όλες οι πέτρες είναι τοποθετημένες κάθετα στο έδαφος με ρύση προς το κέντρο για να μην ολισθαίνουν οι πεζοί και έχει την μορφή “ψαροκόκαλου”.
Τα μόνα τεκμηριωμένα στοιχεία που έχουμε στην διάθεσή μας για να ελέγξουμε εάν ο πολεοδομικός ιστός έχει υποστεί σοβαρές αλλοιώσεις είναι πολύ όψιμα σε σχέση με τα χρόνια ύπαρξης του οικισμού. Βασίζονται ουσιαστικά σε αεροφωτογραφίες οπότε το μόνο που μπορούμε να πούμε με ασφάλεια είναι ότι τα τελευταία 60 χρόνια περίπου, η μορφή του πολεοδομικού ιστού δεν έχει μεταβληθεί από διανοίξεις δρόμων ή κατασκευές νέων κτιρίων σε νέες θέσεις. Όποιες αλλοιώσεις έχει υποστεί είναι μορφολογικού χαρακτήρα του καταστρώματος των καλντεριμιών.
Επίσης στο Δίλοφο υπάρχουν και πλακοστρωμένα πλατώματα τα οποία προκύπτουν λόγω των κλίσεων και τα σημεία σύγκλισης των καλντεριμιών. Τα μεγαλύτερα σε έκταση είναι αυτό της πλατείας (Εικ.5) και του προαύλιου χώρου της Εκκλησίας.

Η πλατεία του Διλόφου (Μεσοχώρι)

Εικ.5: Η πλατεία του Διλόφου (Μεσοχώρι)

  • Η είσοδος αυτή δημιουργήθηκε τον 20ο αι. και είναι ο προαύλιος χώρος του κτίσματος του παρθεναγωγείου το οποίο καταστράφηκε από πυρκαγιά. Το σημείο αυτό χρησιμεύει και ως χώρος στάθμευσης
  • Πλάκες τοποθετημένες κάθετα στο έδαφος οι οποίες προεξέχουν. Αρκάδες ονομάζουν τις όρθιες πέτρες στις ράχες των τόξων των πέτρινων γεφυριών. Η προέλευση της λέξης κατά τον Α.Πετρονώτη (Πέτρινα Γεφύρια στην Ελλάδα, συλλ. Τόμος Φύση και έργα ανθρώπων σελ.236 παρ.92)…. προέρχεται από την τουρκική λέξη “arka” η οποία σημαίνει “ράχη” και “πίσω μέρος”, στα δε νεοελληνικά “βοηθός και “προστάτης”…..

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ …

Παλιό πτηνόμορφο ρόπτρο πάνω σε πόρτα σε χωριό στα Ζαγοροχώρια

Ρόπτρα στο Ζαγόρι

Το ρόπτρο [αρχαία ελληνική: ῥόπτρον]

Χτυπητήρι πόρτας, ἐπίσπαστρον ή ἐπισπαστήρ.
Μεταλλικό αντικείμενο σε διάφορα σχέδια, το οποίο κρέμεται στην εξώπορτα των σπιτιών και οι επισκέπτες το χτυπούν αντί για κουδούνι.

Παραδοσιακό πτηνόμορφο ρόπτρο σε παλιά αλλά συντηρημένη πόρτα σε σπίτι στο Βραδέτο στα Ζαγοροχώρια

Πτηνόμορφο ρόπτρο σε πόρτα

 

Όμηρος (Οδύσσεια)
«χρυσέη κορώνη»

Ηρόδοτος
«ῥοπάλου ξύλου τετυλωμένου σιδήρῳ»

Ευριπίδης (Ιππόλυτος)
«τῷ τρόπῳ Δίκης έπαισεν αὐτόν ῥόπτρον»

Αριστοφάνης (Λυσιστράτη)
«νῦν δέ και ῥόπτρον χέρας ἡδέως ἐκκρηνάμεσθα»

Ονοματολογία τού ρόπτρου:

(αρχ. – ρέπω > ροπή) από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, ενέχει στοιχεία που αφορούν:

  • τη μορφολογία του («κορώνη»=κρίκος, «δοκάνι»=θηλιά, «κοράκι»=στέλεχος αμόνι, «χεράκι»)
  • τον ήχο (ηχομιμητικό π.χ. «τσουκολίδι»=κουδούνι, «ταχτάκι»=τακ-τακ)
  • τη χρήση του («ἀναπαιστήρ» για κρούση, «ἐπισπαστήρ» για έλξη)

Μορφές τού ρόπτρου

  • στην απλούστερη του μορφή ένας απλος κρίκος ή χαλκάς
  • στην συνηθέστερη μια κατακόρυφη πλάμη με κλειστά δάκτυλα που κρατούν μια μικρή σφαίρα
  • ή ένα πολυτελές ρόπτρο που στόλιζε θύρες αναλόγων οικοδομημάτων

 

 

Μέσα από γραπτές πηγές αλλά και παραστάσεις σε αγγεία είναι δυνατό να υποθέσουμε με ασφάλεια την ύπαρξη τού ρόπτρου-κρίκου και τού «ῥοπάλου ξύλου τετυλωμένου σιδήρῳ», που αναφέρει ο Ηρόδοτος, το οποίο αποτελούνταν από ένα ξύλινο στέλεχος τυλιγμένο με μεταλλικά στοιχεία.

Η μορφολογική εξέλιξη του από την κλασσική αρχαιότητα μέχρι σήμερα αφομοίωσε τα καλλιτεχνικά ρεύματα αλλά και τα τεχνολογικά επιτεύγματα στον τομέα τής μεταλλουργίας κάθε εποχής, εισάγοντας νέα σχήματα και κοσμολογικούς συμβολισμούς.

Τα νεότερα ρόπτρα φαίνεται ουσιαστικά να ακολουθούν τους ήδη παγιωμένους στην πορεία των αιώνων μορφικούς τύπους, ανανεώνοντας το μορφοπλαστικό τους λεξιλόγιο με διακοσμητικά μοτίβα και θέματα.

Από τον ομηρικό επισπαστήρα, τον εικονιζόμενο πλειστάκις στα αγγεία, το ρόπτρο, στην πάροδο των αιώνων, μεταμορφώνεται, καθώς αλλάζουν τα υλικά κατασκευής του.


Το αρχικά “ευθύ ρόπτρο” παίρνει στους κλασσικούς χρόνους τη μορφή τής λεοντοκεφαλής με κρίκο στα δόντια τού  ζώου, ενώ το ρόπτρο τής ελληνιστικής περιόδου έχει το σχήμα βρόχου. Κατά το μεσαίωνα, έχουμε τις πρώτες δυτικές επιδράσεις με τα ζωόμορφα ρόπτρα, που εξελίσσονται περαιτέρω, για να φθάσουμε στην αναγέννηση, οπότε και παρουσιάζεται η μεγαλύτερη ποικιλία σε περίτεχνα σχέδια. Τότε, το ρόπτρο γίνεται το κατ’ εξοχήν στολίδι της εξώπορτας. Μόλις τον 16ο αιώνα, προκύπτει το επίθυρο χεράκι, που μαζί με τον κρίκο, θα αποτελέσουν τις κυρίαρχες μορφές του 19ου αιώνα.

Βιβλιογραφία:
Μάνος Μικελάκης – ΝΕΟΤΕΡΑ ΑΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΛΑΪΚΑ ΡΟΠΤΡΑ (αρχείο pdf)

Πάσχα στα Ζαγόρια

Εθιμολογία τού Πάσχα

Για την Ορθοδοξία η περίοδος του Πάσχα αρχίζει με την Σαρακοστή, μακρά περίοδο σωματικής και ψυχικής – πνευματικής προετοιμασίας, για το καινούργιο που συμβαίνει  κάθε χρόνο. «Πάσχα το καινόν», και «πανήγυρις πανηγύρεων», σύμφωνα με τους πασχαλινούς ύμνους, αποτελεί για τον ελληνικό λαό λαμπρή ημέρα, καθώς και η πλάση «βρίσκεται στην πιο καλή της ώρα», ειδικά εδώ στα Ζαγόρια και τους δύο Εθνικούς Δρυμούς τού Βίκου Αώου και τής Βάλια Κάλντα με τη μοναδική φύση.

Παπαρούνες στα Ζαγόρια

Κατακόκκινες παπαρούνες

Κατά το διάστημα της προετοιμασίας έθιμα προχριστιανικά με χαρακτήρα λατρευτικό, εξαγνιστικό και αποτρεπτικό του κακού, που απειλεί τη βλάστηση και την παραγωγή, έχουν ενταχθεί στη χριστιανική λατρεία. Λαϊκά  δρώμενα αναπαράστασης θανάτου – ανάστασης στον ελληνικό χώρο, όπως ο Ζαφείρης στην Ήπειρο, οι κήποι του Αδωνη, οι τελετουργικοί χοροί του Πάσχα και του αγίου Γεωργίου, οι κούνιες, οι επισκέψεις με όργανα στους τάφους, η συμβολική χρήση των αβγών – και μάλιστα κόκκινων, αποτελούν εκδηλώσεις της προαιώνιας προσπάθειας του ανθρώπου να συμβάλει θετικά στη διαδικασία ανανέωσης της φύσης και στην εξασφάλιση της καλής σοδειάς.

Το Πάσχα στην κορύφωση της άνοιξης, συμβολίζει την αναγέννηση της ζωής. Ο άνθρωπος πεθαίνει ενώ η φύση ανανεώνεται (καλότυχά ‘ναι τα βουνά ποτέ τους δεν γερνούνε…), ιδιαίτερα την άνοιξη, οπότε η αντίθεση είναι πιο έντονη (την άνοιξη, το Μάη, το καλοκαίρι, που λουλουδίζουν τα κλαριά και πρασινίζουν οι κάμποι…). Από τους αρχαίους μύθους του Αδωνη και της Περσεφόνης που ανατρέπουν και αρνούνται τον θάνατο, μέχρι τον αναστάντα Χριστό, τον Ζαφείρη, το Μαγιόπουλο και τα άλλα ανοιξιάτικα δρώμενα.

Παραδοσιακή διατροφή: από τη Σαρακοστή στην πασχαλινή ευωχία

Ο χρόνος για το λαϊκό άνθρωπο είναι η εμπειρία του, δηλαδή οι εργασίες που πρέπει να γίνουν σε κάθε στιγμή του έτους στο πλαίσιο της σχέσης της κάθε τοπικής κοινωνίας με το φυσικό περιβάλλον και της ένταξής της στο γενικότερο οικονομικό σύστημα. Για παράδειγμα οι μαστόροι στα Ζαγοροχώρια και την Ηπείρο γενικότερα αλλά και της Δυτικής Μακεδονίας που αναχωρούσαν μετά το πέρας της Αποκριάς και των χειμερινών γιορτών προς ανεύρεση εργασίας ονόμαζαν το ταξίδι μαρτιάτικο αλλά και σαρακοστιανό, καθώς διαρκούσε μέχρι το Πάσχα στην περίπτωση που η περιοχή της εργασίας τους δεν ήταν πολύ απομακρυσμένη. Το Πάσχα, βρίσκεται στο μεταίχμιο μετάβασης στον ετήσιο κύκλο του χρόνου από μια εποχή σε μια άλλη. Ως συμβατικό όριο αποτελεί σημαντική στιγμή της χρονιάς για τους αγροτοποιμενικούς πληθυσμούς.

Για την Ορθοδοξία η περίοδος του Πάσχα αρχίζει με την Σαρακοστή, μακρά περίοδο προετοιμασίας πνευματικής, αλλά και – χάρη στην νηστεία – σωματικής και ψυχικής. Η Σαρακοστή παριστανόταν ως γυναίκα ξερακιανή, αυστηρή, χωρίς στόμα, γιατί δεν πρέπει να τρώει, με 7 πόδια, όσες και οι εβδομάδες μέχρι το Πάσχα. Την έφτιαχναν από χαρτόνι ή πανί παραγεμισμένο με πούπουλα και την κρεμούσαν από το ταβάνι.

Μεγάλη Τετάρτη

Την Μεγάλη Τετάρτη, εκτός από το ευχέλαιο στην εκκλησία, «αναπιάνουν» (δηλ. ανανεώνουν) τη ζύμη του ψωμιού. Ευλογούνται επίσης το αλεύρι, το αλάτι και τα αβγά για να αποκτήσουν νέα δύναμη. Ιδιαίτερη σημασία δίνονταν στην παρασκευή της νέας ζύμης, του προζυμιού της χρονιάς. Με το προζύμι της Μεγάλης Τετάρτης ζυμώνουν τα κουλούρια του Πάσχα: κουτσούνες, κουζουνάκια, καλαθάκια, αυγούλες, παύλους κ.ά.

Μεγάλη Πέμπτη

Πασχαλινά αυγά

Πασχαλινά αυγά

Την Μεγάλη Πέμπτη το πρωί βάφουν τα κόκκινα αβγά χρησιμοποιώντας ριζάρι, κρεμμυδόφυλλα, άγρια λάπατα, κ.ά., τα γράφουν ή τα κεντάν (πέρδικες). Το κόκκινο χρώμα είναι αποτρεπτικό του κακού και γι’ αυτό κρεμούσαν και κόκκινα πανιά από τα παράθυρα (Μεσημβρία). Το αυγό, σύμβολο της ζωής σε πολλούς πολιτισμούς, αποτελεί ισχυρό σύμβολο του Πάσχα. Πασχαλινά αβγά δεν βάφουν εκείνοι που πενθούν από πρόσφατο θάνατο οικείου προσώπου ή τα βάφουν μαύρα ή μπλε (Ελασσόνα). Βέβαια οι συγγενείς και οι φίλοι θα φροντίσουν να τους προμηθεύσουν με βαμμένα αβγά και από αυτά θα αφήσουν και στους τάφους των νεκρών τους.

Πηγαίνουν κατόπιν στην εκκλησία για να κοινωνήσουν και μετά ζυμώνουν με μυρωδικά και ξηρούς καρπούς τα κουλούρια και τα ψωμιά της Λαμπρής. Τα στολίζουν με ζυμάρι και αυγά. Οι κουλούρες προσφέρονται τη Δευτέρα του Πάσχα στους γονείς και στους αναδόχους ως αντίδωρο για τη λαμπάδα και τα άλλα δώρα προς τα βαφτιστήρια τους.

Τη Μεγάλη Πέμπτη στέλνονται και οι λαμπάδες στους βαπτιστικούς. Τις στολίζουν πλούσια (πουλάκια, αμύγδαλα, γαρύφαλλα), και, κυρίως σε εκείνες που προορίζουν για τα παιδιά, τις δίνουν ανθρωπόμορφα σχήματα. Το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης κατά την ανάγνωση των Δώδεκα Ευαγγελίων οι γυναίκες έφερναν ψωμί, αλάτι, αυγά και νερό για να αγιαστούν (Λήμνος). Το βράδυ ξενυχτούσαν τον εσταυρωμένο, στόλιζαν τον Επιτάφιο με λουλούδια λέγοντας το γνωστό μοιρολόγι της Παναγίας.

Μεγάλη Παρασκευή

Την Μεγάλη Παρασκευή ήταν επιβεβλημένη απόλυτη αργία (δεν μαγειρεύουν ούτε σκουπίζουν) και νηστεία. Σε ορισμένες περιοχές συμπάσχουν με τον Χριστό, πίνοντας τρεις γουλιές ξίδι (Κορώνη). Τρώνε πρόχειρα και πηγαίνουν το βράδυ στον Επιτάφιο.

Μεγάλο Σάββατο

Το Μεγάλο Σάββατο το πρωί όλοι είναι σε εγρήγορση ώστε να ολοκληρωθούν σωστά οι απαραίτητες εργασίες για να αποσυρθούν μετά και να ξεκουραστούν ως την ώρα που θα σημάνουν οι καμπάνες για την θεία λειτουργία. Σφάζεται το ζώο που προορίζεται για το πασχαλινό τραπέζι, ο Λαμπριάτης ή Πασχάτης, και γίνονται οι υπόλοιπες ετοιμασίες για την ημέρα του Πάσχα. Συνήθως είναι αρνί ή κατσίκι (ερίφιο, ρίφι), διαλεγμένο από τα οικόσιτα ή το κοπάδι ή αγορασμένο ζωντανό. Του φορούν μια κόκκινη κορδέλα ή το βάφουν με κόκκινη μπογιά από τα αβγά. Την εποχή αυτή τόσο τα κοπάδια, όσο και τα μικρά οικόσιτα ποίμνια, έχουν πολλά μικρά. Η άποψη ότι συμβολίζει τη θυσία του Χριστού ως του «αμνού του Θεού του αίροντος τας αμαρτίας του κόσμου», είναι μάλλον ερμηνεία η οποία σχετίζεται με την εικόνα της μητέρας Παναγίας από τα «Εγκώμια» ως «αμνάδος», η οποία «ηλάλαζεν» καθώς έβλεπε τον Χριστό, «τον άρνα, εν σφαγή».

Το Μ. Σάββατο η μνηστή θα ζυμώσει την κουλούρα του μνηστήρα της και θα την πάει στο πατρικό του σπίτι με ένα μπουκάλι κρασί δεμένο με κόκκινο μαντήλι, αυγά, και, αν έχει η οικογένειά της κοπάδι, κορφή γάλακτος περιχυμένη με μέλι και τρία τυριά φρέσκα για να φτιάξουν πίτα. Ο αρραβωνιαστικός της προσφέρει άσπρη λαμπάδα στολισμένη με φιόγκο από μαβιά ή άσπρη κορδέλα και άλλα πασχαλινά δώρα: ρούχα, παπούτσια αλλά και λεβάντα, πούδρα, κοκκινάδια και βέβαια το αρνί που φέρει κόκκινο σταυρό στο μέτωπο.

Κατά την αναστάσιμη λειτουργία αφού βγούνε όλοι έξω από την εκκλησία και ψαλλεί το Χριστός Ανέστη, κατά την επιστροφή στην εκκλησία, κάνουν το σημείο του σταυρού με το κόκκινο αυγό και το σπάζουν στην πόρτα της εκκλησίας ενώ ανταλλάσσουν ευχές. Μετά το τέλος της λειτουργίας επιστρέφουν στο σπίτι με το Αγιο Φως με το οποίο καψαλίζουν τις ουρές των ζώων (Δαμασκηνιά Βοΐου). Στη συνέχεια τρώνε την μαγειρίτσα, τον τσορβά όπως τον έλεγαν σε πολλά μέρη. Η σούπα με τα χορταρικά (ψιλά κρεμμυδάκια φρέσκα, μαϊντανό, άνηθο), το ρύζι και τα λίγα εντόσθια, αυγοκομμένη συχνά, είναι το πρώτο ελαφρύ φαγητό μετά την νύχτα της Ανάστασης. Το στομάχι πρέπει να αφομοιώσει, μετά την μακρόχρονη νηστεία, ζωικής προέλευσης τροφές.

Κυριακή τού Πάσχα

Το Πάσχα (Πασκαλιά, Λαμπρή, Λαμπροφόρα, Καλολόγος) στολίζεται η εκκλησία με κορδέλες και δεντρολίβανο. Οι πιστοί παλιότερα έσβηναν τη φωτιά στα σπίτια τους και με το χτύπημα της καμπάνας ή τη φωνή του καντηλανάφτη πήγαιναν στην εκκλησία. ’Επαιρναν μαζί τους και αβγά κόκκινα για να διαβαστούν. Με αυτά έκαναν το Χριστός Ανέστη. Ήταν τα αβγά του Καλού Λόγου.  Μετά την Ανάσταση το νυχτερινό γεύμα είναι ελαφρύ για να μη «βαρυστομαχιάσουν» μετά από την νηστεία. O πασχαλινός αμνός  στη σούβλα, ή γεμιστός με ρύζι, κουκουνάρια και σταφίδες στο φούρνο, είναι απαραίτητος σε κάθε σπίτι.

Κατά τη Δεύτερη Ανάσταση (Αγάπη, Διπλανάσταση, Αποκερασά), η οποία γίνεται το απομεσήμερο της Κυριακής, παλαιότερα γινόταν ευλόγηση του νωπού τυριού, της γιαούρτης κ.λπ. και διανομή στους εκλησιαζομένους. Ακολουθούσαν οι τελετουργικοί χοροί στους οποίους πρωτοχορεύει ο ιερέας και ακολουθούν κατά φύλο και ηλικία οι υπόλοιποι. Στην Ήπειρο επισκέπτονταν το νεκροταφείο και χόρευαν γύρω από τους τάφους στους οποίους άφηναν κόκκινα αβγά. Αλλού ο χορός συνοδευόταν από αγωνίσματα (πήδημα, τρέξιμο, λιθάρι, πάλη με βραβεία.

Κεριά, λαμπάδες, φως της Ανάστασης

Κεριά, λαμπάδες, φως της Ανάστασης

Κεριά, λαμπάδες, φως της Ανάστασης

Το φως που παράγεται με το άναμμα της φωτιάς ή του λύχνου ή των κεριών στάθηκε πάντοτε πολύτιμο για τον άνθρωπο και η παρουσία του θεωρήθηκε ευεργετική σε πρακτικό και συμβολικό επίπεδο. Έτσι κατά τη διάρκεια της Μεγάλης εβδομάδας ανάβονται φωτιές, εξαγνιστικές και καθαρτήριες αλλά και ευπρόσδεκτα φωτιστικές και θερμαντικές τις ανοιξιάτικες νύχτες, δωρίζονται κεριά-λαμπάδες από τους αναδόχους στα πνευματικά τους παιδιά (βαφτιστήρια) ή από τους αρραβωνιασμένους νέους στη μνηστή τους και γενικά χρησιμοποιούνται πολύ από τους πιστούς.

Από την Μ. Πέμπτη ως το Πάσχα ανάβονται φωτιές με ξύλα, τα οποία αφαιρούν τα παιδιά από τις αυλές. Σε πολλές περιοχές του ελληνικού χώρου, και όσο διαβάζονται στην εκκλησία τα Δώδεκα Ευαγγέλια ανάβονται με χοντρούς κορμούς πεύκων φωτιές, οι καλαφουνοί ή λαμπρατζία (Κύπρος). Τα παιδιά, που πρωταγωνιστούν στο άναμμά τους, πηδούν πάνω από τη φλόγα και καίνε το μάρτη  τους, την κόκκινη κλωστή που έδεναν στο χέρι την πρώτη του Μάρτη για να μην τα μαυρίσει ο ήλιος. Αλλού την ίδια μέρα μαζεύουν από  τα σπίτια ξύλα για  να ανάψουν την επομένη φωτιά για να κάψουν τον Ιούδα. Ανάλογες συνήθειες  σε άλλες περιοχές αποσκοπούν στην καταπολέμηση των ψύλλων, των κοριών  και άλλων επιβλαβών ή ενοχλητικών ζωυφίων. Ανάλογες φωτιές, πολύ γνωστές στον Ελληνικό χώρο είναι οι φωτιές του Αϊ Γιάννη του Λιοτροπιού, στις 24 Ιουνίου.

Τα κεριά του επιταφίου, κίτρινου χρώματος, καθώς και αυτά που καίνε στο σταυρό την Μ. Πέμπτη και Μ. Παρασκευή στον επιτάφιο, τα μοιράζονταν μεταξύ τους οι οικογένειες, πληρώνοντας ένα ποσόν στην εκκλησία και τα κρατούσαν στο εικονοστάσι. Όταν έβρεχε ή άστραφτε  ή έρριχνε χαλάζι άναβαν το κερί και πίστευαν ότι σταματούσε. Κυρίως όμως το κερί το έπαιρναν μαζί τους οι ναυτικοί στο ταξίδι για να απομακρύνουν τις θύελλες.

Οι λαμπάδες της Ανάστασης δώρο τού νονού προς τα βαφτιστήρια ή του αρραβωνιαστικού προς την μνηστή του ήταν λευκού χρώματος στολισμένη με λουλούδια και κορδέλες. Σήμερα οι λαμπάδες αποτελούν ένα εμπορικό είδος, πάνω στο οποίο προσαρτούν ποικίλα αντικείμενα του συρμού. Ωστόσο ο κύριος συμβολισμός του δώρου, μεταξύ ατόμων με συγκεκριμένη σχέση, όπως αυτή του αναδόχου προς τον αναδεκτό, ως πηγής φωτός εξακολουθεί να ισχύει.

Τη νύχτα της Ανάστασης ένας επίτροπος παίρνει μια σκλίδα (καλάμι βρίζας) αγιασμένη από  τον αγιασμό των Φώτων, ανεβαίνει στο καμπαναριό ψηλά και την ανάβει. Ο τόπος γύρω που θα δει το φως αυτό δεν φοβάται από χαλάζι (Φθιώτιδα). Σε αλλες περιοχές (Αγραφα π.χ.) ανάβουν φωτιές στα υψώματα  των χωριών τη νύχτα της Αναστάσεως και καίνε τον φανό.

Όταν ο ιερέας και σήμερα λέγει το «δεύτε λάβετε φως» όλοι σπεύδουν να λάβουν πρώτοι το φως και να το μεταδώσουν στους άλλους. Το θεωρούν καλό για τη χρονιά εκείνη. Το φως κρατούν αναμμένο μέχρι να φθάσουν στο σπίτι και με τη φλόγα σταυρώνουν το ανώφλι της πόρτας για την προστασία του σπιτιού. Με το ίδιο φως ανάβουν το καντήλι του εικονοστασίου, το οποίο συντηρούν αναμμένο τρεις μέρες. Το φως αυτό θεωρείται θαυματουργό, επειδή προέρχεται από τον Άγιο Τάφο, αφού μοιράζεται στους ναούς από το Σάββατο. Με αυτό οι ιερείς ανάβουν το ακοίμητο καντήλι στην Αγία Τράπεζα. Το καντήλι αυτό είναι το μόνο που μένει αναμμένο πριν από την Ανάσταση.

Το αρνί στη σούβλα

Βέβαια το αρνί στη σούβλα αλλά και το συνακόλουθο κοκορέτσι, αποτελούν την πιο απλή ίσως πρακτική ψησίματος του κρέατος την οποία ακολουθούσαν οι ποιμένες κυρίως της ηπειρωτικής Ελλάδας και η οποία έχει πλέον καθιερωθεί πανελλήνια ως το κατεξοχήν έδεσμα του Πάσχα. Ο συγκεκριμένος τρόπος ψησίματος δεν εφαρμόζονταν παλαιότερα σε όλες τις ελληνικές περιοχές. Στα νησιά του Αιγαίου το ψήσιμο γινόταν συνήθως στο φούρνο. Η πρόβλεψη του μέλλοντος μέσω της ωμοπλατοσκοπίας κατά την κατανάλωση του κρέατος ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη σε όλη την Ελλάδα. Στα Κοτύωρα του Πόντου προτιμούσαν τα πουλερικά, το αρνίσιο ή πρόβειο ή μοσχαρίσιο ή βοδινό κρέας, τα αυγά, τα μακαρόνια, τα πιλάφια, τα ψάρια, τους γιοχάδες-ιφκάδες (ζυμαρικά), τα τυριά, το γιαούρτι κ.ά. Στα Φάρασα της Καππαδοκίας εόρταζαν με μακαρτωμένο γάλα (μακάρτιν στα ποντιακά είναι πoσότητα γιαoυρτιoύ πoυ εισάγεται ως μαγιά στo γάλα για να πήξει), γιαούρτι, πιλάφι, πέρδικες ψητές, λαγούς. Στο Λιβήσι με ψητό κατσίκι ή αρνί στο φούρνο και γιαούρτι. Στην Κίμωλο κάναν και μελόπιτες με φρέσκια μυζήθρα, μέλι και αυγά. Στα Κύθηρα, κρέας βραστό, με σούπα ρύζι αυγολέμονο, ντολμάδες ή κεφτέδες, πίτα της Λαμπρής και αυγά. Στην Ερείκουσα της Κέρκυρας έτρωγαν κυρίως κότες και αρνί στο φούρνο και από τα εντόσθια έφτιαχναν τα τσιλίχουρδα (τσιγαριστά με σκόρδο, ρίγανη και ξύδι).

Πηγές:
Κέντρο Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών

Fred Boissonnas

Φωτογραφίες τραβηγμένες στο Ζαγόρι από τον Φιλέλληνα Ελβετό Fred Boissonnas αρχές τού προηγούμενου αιώνα μεταξύ τού 1903 και τού 1920

Frederic Boissonnas (1858-1946)

O Φιλέλληνας Ελβετός François Frédéric Boissonnas είναι ο πρώτος ξένος φωτογράφος που περιηγήθηκε τόσο πολύ στον ελληνικό χώρο, από το 1903 και για περίπου τρεις δεκαετίες αργότερα. Ταξίδεψε από την Πελοπόννησο ως την Κρήτη και τον Όλυμπο και από την Ιθάκη, την Ήπειρο (Κόνιτσα, Ζαγοροχώρια, Μέτσοβο, Ιωάννινα κ.ά.), ως το Άγιο Όρος. Περιηγήθηκε, φωτογράφισε, έγραψε. Το έργο του, πρωτοποριακό αλλά και καθοριστικό για την εξέλιξη της ελληνικής φωτογραφίας κατά τον 20ό αιώνα. Μέσα από τις φωτογραφίες και τα λευκώματά του παρουσιάζει ένα πανόραμα τής Ελλάδας τού μεσοπολέμου, συμβάλλοντας στη διαμόρφωση τής ευρωπαϊκής κοινής γνώμης για την Ελλάδα την ίδια περίοδο.

Η οικογένεια των Boissonnas κατάγεται από τη νότια Γαλλία, από το Livron, ένα χωριό κοντά στη Μασσαλία. Όταν στη Γαλλία το κλίμα για τους προτεστάντες έγινε εχθρικό οι πρόγονοι του Fred – μαζί με πολλές άλλες οικογένειες- αναγκάστηκαν να καταφύγουν στη Γενεύη. Η καταγωγή της οικογένειας έκανε τον Fred να πιστεύει πως ήταν απόγονος γενναίων Ελλήνων θαλασσοπόρων που είχαν εγκατασταθεί εκεί, κοντά στις εκβολές του Ροδανού.

Πηγή: ΕΙΚΟΝΕΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ, BOISSONNAS, Ριζάρειο Ίδρυμα Αθήνα 2001

Ηπειρώτικα Γεφύρια

Συνοπτική ιστορική αναδρομή για τα Ηπειρώτικα γεφύρια από τη Μαρία Μπαλοδήμου

Πέτρινα γεφύρια συναντάμε σχεδόν σε όλη την Ελλάδα. Γιατί της Ηπείρου όμως είναι από τα πιο ξακουστά;

Όπως αναφέραμε ήδη το μεγαλύτερο μέρος της είναι ορεινό με αρκετά χωριά και πολλά ποτάμια. Παρατηρείται λοιπόν μια μεγαλύτερη συγκέντρωση γεφυριών απ’ ότι σε άλλα μέρη. Το κοινό τους χαρακτηριστικό είναι τα υλικά δόμησης και η εκπληκτική τους αρμονία με το φυσικό τους περιβάλλον, είναι σαν μια προέκταση της φύσης, τόσο τέλεια εναρμονισμένα μέσα σε αυτήν. Έχουν πλαστικότητα και ραδινές αναλογίες που τα κάνουν μοναδικά και πολλές φορές «αόρατα» μέσα στη φύση.

Για το υπόλοιπο κείμενο πατήστε εδώ

Γεφύρι Κόκκορου

Γεφύρι Κόκκορου