Πάσχα στα Ζαγόρια

Εθιμολογία τού Πάσχα

Για την Ορθοδοξία η περίοδος του Πάσχα αρχίζει με την Σαρακοστή, μακρά περίοδο σωματικής και ψυχικής – πνευματικής προετοιμασίας, για το καινούργιο που συμβαίνει  κάθε χρόνο. «Πάσχα το καινόν», και «πανήγυρις πανηγύρεων», σύμφωνα με τους πασχαλινούς ύμνους, αποτελεί για τον ελληνικό λαό λαμπρή ημέρα, καθώς και η πλάση «βρίσκεται στην πιο καλή της ώρα», ειδικά εδώ στα Ζαγόρια και τους δύο Εθνικούς Δρυμούς τού Βίκου Αώου και τής Βάλια Κάλντα με τη μοναδική φύση.

Παπαρούνες στα Ζαγόρια

Κατακόκκινες παπαρούνες

Κατά το διάστημα της προετοιμασίας έθιμα προχριστιανικά με χαρακτήρα λατρευτικό, εξαγνιστικό και αποτρεπτικό του κακού, που απειλεί τη βλάστηση και την παραγωγή, έχουν ενταχθεί στη χριστιανική λατρεία. Λαϊκά  δρώμενα αναπαράστασης θανάτου – ανάστασης στον ελληνικό χώρο, όπως ο Ζαφείρης στην Ήπειρο, οι κήποι του Αδωνη, οι τελετουργικοί χοροί του Πάσχα και του αγίου Γεωργίου, οι κούνιες, οι επισκέψεις με όργανα στους τάφους, η συμβολική χρήση των αβγών – και μάλιστα κόκκινων, αποτελούν εκδηλώσεις της προαιώνιας προσπάθειας του ανθρώπου να συμβάλει θετικά στη διαδικασία ανανέωσης της φύσης και στην εξασφάλιση της καλής σοδειάς.

Το Πάσχα στην κορύφωση της άνοιξης, συμβολίζει την αναγέννηση της ζωής. Ο άνθρωπος πεθαίνει ενώ η φύση ανανεώνεται (καλότυχά ‘ναι τα βουνά ποτέ τους δεν γερνούνε…), ιδιαίτερα την άνοιξη, οπότε η αντίθεση είναι πιο έντονη (την άνοιξη, το Μάη, το καλοκαίρι, που λουλουδίζουν τα κλαριά και πρασινίζουν οι κάμποι…). Από τους αρχαίους μύθους του Αδωνη και της Περσεφόνης που ανατρέπουν και αρνούνται τον θάνατο, μέχρι τον αναστάντα Χριστό, τον Ζαφείρη, το Μαγιόπουλο και τα άλλα ανοιξιάτικα δρώμενα.

Παραδοσιακή διατροφή: από τη Σαρακοστή στην πασχαλινή ευωχία

Ο χρόνος για το λαϊκό άνθρωπο είναι η εμπειρία του, δηλαδή οι εργασίες που πρέπει να γίνουν σε κάθε στιγμή του έτους στο πλαίσιο της σχέσης της κάθε τοπικής κοινωνίας με το φυσικό περιβάλλον και της ένταξής της στο γενικότερο οικονομικό σύστημα. Για παράδειγμα οι μαστόροι στα Ζαγοροχώρια και την Ηπείρο γενικότερα αλλά και της Δυτικής Μακεδονίας που αναχωρούσαν μετά το πέρας της Αποκριάς και των χειμερινών γιορτών προς ανεύρεση εργασίας ονόμαζαν το ταξίδι μαρτιάτικο αλλά και σαρακοστιανό, καθώς διαρκούσε μέχρι το Πάσχα στην περίπτωση που η περιοχή της εργασίας τους δεν ήταν πολύ απομακρυσμένη. Το Πάσχα, βρίσκεται στο μεταίχμιο μετάβασης στον ετήσιο κύκλο του χρόνου από μια εποχή σε μια άλλη. Ως συμβατικό όριο αποτελεί σημαντική στιγμή της χρονιάς για τους αγροτοποιμενικούς πληθυσμούς.

Για την Ορθοδοξία η περίοδος του Πάσχα αρχίζει με την Σαρακοστή, μακρά περίοδο προετοιμασίας πνευματικής, αλλά και – χάρη στην νηστεία – σωματικής και ψυχικής. Η Σαρακοστή παριστανόταν ως γυναίκα ξερακιανή, αυστηρή, χωρίς στόμα, γιατί δεν πρέπει να τρώει, με 7 πόδια, όσες και οι εβδομάδες μέχρι το Πάσχα. Την έφτιαχναν από χαρτόνι ή πανί παραγεμισμένο με πούπουλα και την κρεμούσαν από το ταβάνι.

Μεγάλη Τετάρτη

Την Μεγάλη Τετάρτη, εκτός από το ευχέλαιο στην εκκλησία, «αναπιάνουν» (δηλ. ανανεώνουν) τη ζύμη του ψωμιού. Ευλογούνται επίσης το αλεύρι, το αλάτι και τα αβγά για να αποκτήσουν νέα δύναμη. Ιδιαίτερη σημασία δίνονταν στην παρασκευή της νέας ζύμης, του προζυμιού της χρονιάς. Με το προζύμι της Μεγάλης Τετάρτης ζυμώνουν τα κουλούρια του Πάσχα: κουτσούνες, κουζουνάκια, καλαθάκια, αυγούλες, παύλους κ.ά.

Μεγάλη Πέμπτη

Πασχαλινά αυγά

Πασχαλινά αυγά

Την Μεγάλη Πέμπτη το πρωί βάφουν τα κόκκινα αβγά χρησιμοποιώντας ριζάρι, κρεμμυδόφυλλα, άγρια λάπατα, κ.ά., τα γράφουν ή τα κεντάν (πέρδικες). Το κόκκινο χρώμα είναι αποτρεπτικό του κακού και γι’ αυτό κρεμούσαν και κόκκινα πανιά από τα παράθυρα (Μεσημβρία). Το αυγό, σύμβολο της ζωής σε πολλούς πολιτισμούς, αποτελεί ισχυρό σύμβολο του Πάσχα. Πασχαλινά αβγά δεν βάφουν εκείνοι που πενθούν από πρόσφατο θάνατο οικείου προσώπου ή τα βάφουν μαύρα ή μπλε (Ελασσόνα). Βέβαια οι συγγενείς και οι φίλοι θα φροντίσουν να τους προμηθεύσουν με βαμμένα αβγά και από αυτά θα αφήσουν και στους τάφους των νεκρών τους.

Πηγαίνουν κατόπιν στην εκκλησία για να κοινωνήσουν και μετά ζυμώνουν με μυρωδικά και ξηρούς καρπούς τα κουλούρια και τα ψωμιά της Λαμπρής. Τα στολίζουν με ζυμάρι και αυγά. Οι κουλούρες προσφέρονται τη Δευτέρα του Πάσχα στους γονείς και στους αναδόχους ως αντίδωρο για τη λαμπάδα και τα άλλα δώρα προς τα βαφτιστήρια τους.

Τη Μεγάλη Πέμπτη στέλνονται και οι λαμπάδες στους βαπτιστικούς. Τις στολίζουν πλούσια (πουλάκια, αμύγδαλα, γαρύφαλλα), και, κυρίως σε εκείνες που προορίζουν για τα παιδιά, τις δίνουν ανθρωπόμορφα σχήματα. Το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης κατά την ανάγνωση των Δώδεκα Ευαγγελίων οι γυναίκες έφερναν ψωμί, αλάτι, αυγά και νερό για να αγιαστούν (Λήμνος). Το βράδυ ξενυχτούσαν τον εσταυρωμένο, στόλιζαν τον Επιτάφιο με λουλούδια λέγοντας το γνωστό μοιρολόγι της Παναγίας.

Μεγάλη Παρασκευή

Την Μεγάλη Παρασκευή ήταν επιβεβλημένη απόλυτη αργία (δεν μαγειρεύουν ούτε σκουπίζουν) και νηστεία. Σε ορισμένες περιοχές συμπάσχουν με τον Χριστό, πίνοντας τρεις γουλιές ξίδι (Κορώνη). Τρώνε πρόχειρα και πηγαίνουν το βράδυ στον Επιτάφιο.

Μεγάλο Σάββατο

Το Μεγάλο Σάββατο το πρωί όλοι είναι σε εγρήγορση ώστε να ολοκληρωθούν σωστά οι απαραίτητες εργασίες για να αποσυρθούν μετά και να ξεκουραστούν ως την ώρα που θα σημάνουν οι καμπάνες για την θεία λειτουργία. Σφάζεται το ζώο που προορίζεται για το πασχαλινό τραπέζι, ο Λαμπριάτης ή Πασχάτης, και γίνονται οι υπόλοιπες ετοιμασίες για την ημέρα του Πάσχα. Συνήθως είναι αρνί ή κατσίκι (ερίφιο, ρίφι), διαλεγμένο από τα οικόσιτα ή το κοπάδι ή αγορασμένο ζωντανό. Του φορούν μια κόκκινη κορδέλα ή το βάφουν με κόκκινη μπογιά από τα αβγά. Την εποχή αυτή τόσο τα κοπάδια, όσο και τα μικρά οικόσιτα ποίμνια, έχουν πολλά μικρά. Η άποψη ότι συμβολίζει τη θυσία του Χριστού ως του «αμνού του Θεού του αίροντος τας αμαρτίας του κόσμου», είναι μάλλον ερμηνεία η οποία σχετίζεται με την εικόνα της μητέρας Παναγίας από τα «Εγκώμια» ως «αμνάδος», η οποία «ηλάλαζεν» καθώς έβλεπε τον Χριστό, «τον άρνα, εν σφαγή».

Το Μ. Σάββατο η μνηστή θα ζυμώσει την κουλούρα του μνηστήρα της και θα την πάει στο πατρικό του σπίτι με ένα μπουκάλι κρασί δεμένο με κόκκινο μαντήλι, αυγά, και, αν έχει η οικογένειά της κοπάδι, κορφή γάλακτος περιχυμένη με μέλι και τρία τυριά φρέσκα για να φτιάξουν πίτα. Ο αρραβωνιαστικός της προσφέρει άσπρη λαμπάδα στολισμένη με φιόγκο από μαβιά ή άσπρη κορδέλα και άλλα πασχαλινά δώρα: ρούχα, παπούτσια αλλά και λεβάντα, πούδρα, κοκκινάδια και βέβαια το αρνί που φέρει κόκκινο σταυρό στο μέτωπο.

Κατά την αναστάσιμη λειτουργία αφού βγούνε όλοι έξω από την εκκλησία και ψαλλεί το Χριστός Ανέστη, κατά την επιστροφή στην εκκλησία, κάνουν το σημείο του σταυρού με το κόκκινο αυγό και το σπάζουν στην πόρτα της εκκλησίας ενώ ανταλλάσσουν ευχές. Μετά το τέλος της λειτουργίας επιστρέφουν στο σπίτι με το Αγιο Φως με το οποίο καψαλίζουν τις ουρές των ζώων (Δαμασκηνιά Βοΐου). Στη συνέχεια τρώνε την μαγειρίτσα, τον τσορβά όπως τον έλεγαν σε πολλά μέρη. Η σούπα με τα χορταρικά (ψιλά κρεμμυδάκια φρέσκα, μαϊντανό, άνηθο), το ρύζι και τα λίγα εντόσθια, αυγοκομμένη συχνά, είναι το πρώτο ελαφρύ φαγητό μετά την νύχτα της Ανάστασης. Το στομάχι πρέπει να αφομοιώσει, μετά την μακρόχρονη νηστεία, ζωικής προέλευσης τροφές.

Κυριακή τού Πάσχα

Το Πάσχα (Πασκαλιά, Λαμπρή, Λαμπροφόρα, Καλολόγος) στολίζεται η εκκλησία με κορδέλες και δεντρολίβανο. Οι πιστοί παλιότερα έσβηναν τη φωτιά στα σπίτια τους και με το χτύπημα της καμπάνας ή τη φωνή του καντηλανάφτη πήγαιναν στην εκκλησία. ’Επαιρναν μαζί τους και αβγά κόκκινα για να διαβαστούν. Με αυτά έκαναν το Χριστός Ανέστη. Ήταν τα αβγά του Καλού Λόγου.  Μετά την Ανάσταση το νυχτερινό γεύμα είναι ελαφρύ για να μη «βαρυστομαχιάσουν» μετά από την νηστεία. O πασχαλινός αμνός  στη σούβλα, ή γεμιστός με ρύζι, κουκουνάρια και σταφίδες στο φούρνο, είναι απαραίτητος σε κάθε σπίτι.

Κατά τη Δεύτερη Ανάσταση (Αγάπη, Διπλανάσταση, Αποκερασά), η οποία γίνεται το απομεσήμερο της Κυριακής, παλαιότερα γινόταν ευλόγηση του νωπού τυριού, της γιαούρτης κ.λπ. και διανομή στους εκλησιαζομένους. Ακολουθούσαν οι τελετουργικοί χοροί στους οποίους πρωτοχορεύει ο ιερέας και ακολουθούν κατά φύλο και ηλικία οι υπόλοιποι. Στην Ήπειρο επισκέπτονταν το νεκροταφείο και χόρευαν γύρω από τους τάφους στους οποίους άφηναν κόκκινα αβγά. Αλλού ο χορός συνοδευόταν από αγωνίσματα (πήδημα, τρέξιμο, λιθάρι, πάλη με βραβεία.

Κεριά, λαμπάδες, φως της Ανάστασης

Κεριά, λαμπάδες, φως της Ανάστασης

Κεριά, λαμπάδες, φως της Ανάστασης

Το φως που παράγεται με το άναμμα της φωτιάς ή του λύχνου ή των κεριών στάθηκε πάντοτε πολύτιμο για τον άνθρωπο και η παρουσία του θεωρήθηκε ευεργετική σε πρακτικό και συμβολικό επίπεδο. Έτσι κατά τη διάρκεια της Μεγάλης εβδομάδας ανάβονται φωτιές, εξαγνιστικές και καθαρτήριες αλλά και ευπρόσδεκτα φωτιστικές και θερμαντικές τις ανοιξιάτικες νύχτες, δωρίζονται κεριά-λαμπάδες από τους αναδόχους στα πνευματικά τους παιδιά (βαφτιστήρια) ή από τους αρραβωνιασμένους νέους στη μνηστή τους και γενικά χρησιμοποιούνται πολύ από τους πιστούς.

Από την Μ. Πέμπτη ως το Πάσχα ανάβονται φωτιές με ξύλα, τα οποία αφαιρούν τα παιδιά από τις αυλές. Σε πολλές περιοχές του ελληνικού χώρου, και όσο διαβάζονται στην εκκλησία τα Δώδεκα Ευαγγέλια ανάβονται με χοντρούς κορμούς πεύκων φωτιές, οι καλαφουνοί ή λαμπρατζία (Κύπρος). Τα παιδιά, που πρωταγωνιστούν στο άναμμά τους, πηδούν πάνω από τη φλόγα και καίνε το μάρτη  τους, την κόκκινη κλωστή που έδεναν στο χέρι την πρώτη του Μάρτη για να μην τα μαυρίσει ο ήλιος. Αλλού την ίδια μέρα μαζεύουν από  τα σπίτια ξύλα για  να ανάψουν την επομένη φωτιά για να κάψουν τον Ιούδα. Ανάλογες συνήθειες  σε άλλες περιοχές αποσκοπούν στην καταπολέμηση των ψύλλων, των κοριών  και άλλων επιβλαβών ή ενοχλητικών ζωυφίων. Ανάλογες φωτιές, πολύ γνωστές στον Ελληνικό χώρο είναι οι φωτιές του Αϊ Γιάννη του Λιοτροπιού, στις 24 Ιουνίου.

Τα κεριά του επιταφίου, κίτρινου χρώματος, καθώς και αυτά που καίνε στο σταυρό την Μ. Πέμπτη και Μ. Παρασκευή στον επιτάφιο, τα μοιράζονταν μεταξύ τους οι οικογένειες, πληρώνοντας ένα ποσόν στην εκκλησία και τα κρατούσαν στο εικονοστάσι. Όταν έβρεχε ή άστραφτε  ή έρριχνε χαλάζι άναβαν το κερί και πίστευαν ότι σταματούσε. Κυρίως όμως το κερί το έπαιρναν μαζί τους οι ναυτικοί στο ταξίδι για να απομακρύνουν τις θύελλες.

Οι λαμπάδες της Ανάστασης δώρο τού νονού προς τα βαφτιστήρια ή του αρραβωνιαστικού προς την μνηστή του ήταν λευκού χρώματος στολισμένη με λουλούδια και κορδέλες. Σήμερα οι λαμπάδες αποτελούν ένα εμπορικό είδος, πάνω στο οποίο προσαρτούν ποικίλα αντικείμενα του συρμού. Ωστόσο ο κύριος συμβολισμός του δώρου, μεταξύ ατόμων με συγκεκριμένη σχέση, όπως αυτή του αναδόχου προς τον αναδεκτό, ως πηγής φωτός εξακολουθεί να ισχύει.

Τη νύχτα της Ανάστασης ένας επίτροπος παίρνει μια σκλίδα (καλάμι βρίζας) αγιασμένη από  τον αγιασμό των Φώτων, ανεβαίνει στο καμπαναριό ψηλά και την ανάβει. Ο τόπος γύρω που θα δει το φως αυτό δεν φοβάται από χαλάζι (Φθιώτιδα). Σε αλλες περιοχές (Αγραφα π.χ.) ανάβουν φωτιές στα υψώματα  των χωριών τη νύχτα της Αναστάσεως και καίνε τον φανό.

Όταν ο ιερέας και σήμερα λέγει το «δεύτε λάβετε φως» όλοι σπεύδουν να λάβουν πρώτοι το φως και να το μεταδώσουν στους άλλους. Το θεωρούν καλό για τη χρονιά εκείνη. Το φως κρατούν αναμμένο μέχρι να φθάσουν στο σπίτι και με τη φλόγα σταυρώνουν το ανώφλι της πόρτας για την προστασία του σπιτιού. Με το ίδιο φως ανάβουν το καντήλι του εικονοστασίου, το οποίο συντηρούν αναμμένο τρεις μέρες. Το φως αυτό θεωρείται θαυματουργό, επειδή προέρχεται από τον Άγιο Τάφο, αφού μοιράζεται στους ναούς από το Σάββατο. Με αυτό οι ιερείς ανάβουν το ακοίμητο καντήλι στην Αγία Τράπεζα. Το καντήλι αυτό είναι το μόνο που μένει αναμμένο πριν από την Ανάσταση.

Το αρνί στη σούβλα

Βέβαια το αρνί στη σούβλα αλλά και το συνακόλουθο κοκορέτσι, αποτελούν την πιο απλή ίσως πρακτική ψησίματος του κρέατος την οποία ακολουθούσαν οι ποιμένες κυρίως της ηπειρωτικής Ελλάδας και η οποία έχει πλέον καθιερωθεί πανελλήνια ως το κατεξοχήν έδεσμα του Πάσχα. Ο συγκεκριμένος τρόπος ψησίματος δεν εφαρμόζονταν παλαιότερα σε όλες τις ελληνικές περιοχές. Στα νησιά του Αιγαίου το ψήσιμο γινόταν συνήθως στο φούρνο. Η πρόβλεψη του μέλλοντος μέσω της ωμοπλατοσκοπίας κατά την κατανάλωση του κρέατος ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη σε όλη την Ελλάδα. Στα Κοτύωρα του Πόντου προτιμούσαν τα πουλερικά, το αρνίσιο ή πρόβειο ή μοσχαρίσιο ή βοδινό κρέας, τα αυγά, τα μακαρόνια, τα πιλάφια, τα ψάρια, τους γιοχάδες-ιφκάδες (ζυμαρικά), τα τυριά, το γιαούρτι κ.ά. Στα Φάρασα της Καππαδοκίας εόρταζαν με μακαρτωμένο γάλα (μακάρτιν στα ποντιακά είναι πoσότητα γιαoυρτιoύ πoυ εισάγεται ως μαγιά στo γάλα για να πήξει), γιαούρτι, πιλάφι, πέρδικες ψητές, λαγούς. Στο Λιβήσι με ψητό κατσίκι ή αρνί στο φούρνο και γιαούρτι. Στην Κίμωλο κάναν και μελόπιτες με φρέσκια μυζήθρα, μέλι και αυγά. Στα Κύθηρα, κρέας βραστό, με σούπα ρύζι αυγολέμονο, ντολμάδες ή κεφτέδες, πίτα της Λαμπρής και αυγά. Στην Ερείκουσα της Κέρκυρας έτρωγαν κυρίως κότες και αρνί στο φούρνο και από τα εντόσθια έφτιαχναν τα τσιλίχουρδα (τσιγαριστά με σκόρδο, ρίγανη και ξύδι).

Πηγές:
Κέντρο Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών